Το τέλος του κόσμου
ΙΙ, Πάνος Κεφαλάς
18 – 10 -1916.
Μάνα!! Είσαι καλά;
Βρίσκομαι με μία χούφτα αποκαμωμένα από την πείνα και τη δυστυχία
στρατιωτάκια, παγιδευμένοι συνεχώς σε μία θάλασσα αμμόλοφων και
σκόνης. Μα εμείς εδώ, πιστοί στο σκοπό μας. Άραγε αυτοί που μας
έσυραν εδώ έχουν κάποιο σκοπό;
Σβήνουμε Μάνα! Σβήνουμε, σαν κεράκια τις λαμπρής, από τις εχθρικές
οβίδες που με λύσσα έρχονται καταπάνω μας, ακόμη και στον ύπνο.
Θέλω να κοιμηθώ μανούλα.
Ο κόσμος είναι χωρισμένος σε δύο πλευρές. Γιατί Μάνα μας χωρίζουν; Σε
κάθε πλευρά σκιές αντρών σβαρνίζουν τις στολές του πολέμου, σαν
σακιά με λείψανα που τα μεταφέρουν στο νεκροκρέβατο.
Σε κάθε πλευρά, έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι υπάρχει ένα μεγάλο
τείχος. Πέρα από τα τείχη, ο εχθρός και η μελλοντική βαρβαρότητα του.
Ανάμεσα στα τείχη πόλεμος. Μέσα τους, στρατιωτάκια που σβήνουν
σταδιακά στα πεδία της Καλλάνθιας.
Μείνε μακριά, Μάνα. Μακριά από τα τείχη τούτου του κόσμου που μας
έριξαν. Είσαι ασφαλής. Όσο εμείς σβήνουμε, εσύ μπορείς να μιλάς ακόμη
για ελευθερία. Αντιθέτως εμάς, μέρα με τη μέρα, από τη λίστα της
κατάταξης και τη μνήμη της ιστορίας του πολέμου, μας σβήνουν. Το
ονοματεπώνυμο, το μολύβι του γραφιά, σαν λεπίδι, το σχίζει στα δύο
οδηγώντας το στο θα με θυμούνται; Μάνα θα με θυμάσαι;
Τα δεδομένα μετατρέπουν τους ανθρώπους του πολέμου σε
αναλώσιμους αριθμούς απώλειας στο τέλος της λύσσας. Το
νεκροτάμπελο, το δικό σου αλφάβητο αναγνώρισης. Η δική σου
επιστροφή. Ένα ονοματεπώνυμο. Τέσσερα σύμβολα σκαλισμένο σε ένα
μεταλλικό πλακίδιο. Να σε πάνε πίσω στη φαμίλια. Να σε βάλουν στις
Παναγιάς το προσκεφάλι.
139