Το τέλος του κόσμου | Page 65

Το τέλος του κόσμου Γιάννης Λαμπάκης Είχε αποφοιτήσει πέντε χρόνια κι όταν ξαναβρήκε τους παλιούς συμφοιτητές, έστω και μέσω facebook, ενθουσιάστηκε! Μπορούσαν να μιλάνε ξανά χωρίς να χρεώνεται -σπάνια έβαζε κάρτα-, θυμούνταν τα παλιά, ιστορίες από τη σχολή, «ανέβαζαν» φωτογραφίες από τότε, ξαναβρέθηκε στα έδρανα και στις εκδρομές του τμήματος. Μετά ανακάλυψε τα παιχνίδια: τέλος πια το «φιδάκι» στο παλιό του Nokia, άρχισε να φυτεύει τομάτες στο Farmville, να κερδίζει chips στο πόκερ, γνώρισε και δυο παιδιά από την ίδια πόλη τυχαία σε ένα τραπέζι και πήγανε για καφέ. Ξαναβρήκε φίλους, γιατί όλοι είχανε μείνει πίσω, στη πόλη που σπούδασε. Το ανακαλύψανε οι γείτονες, οι συγγενείς, οι χωριανοί, κι οι δέκα φίλοι γίνανε είκοσι, οι είκοσι πενήντα, έφτασε τους διακόσιους σε ένα μήνα. Πρόσθετε όποιον Έλληνα κι Ελληνίδα του έβγαζε στις προτάσεις φίλων· κι αυτοί, το ίδιο φαίνεται ενθουσιασμένοι, τον αποδέχονταν. Τόσους φίλους δεν είχε ποτέ κι από τόσα μέρη: άλλος από Κέρκυρα, άλλος από Κω, άλλη από Ορεστιάδα. Σε τι ωραία μέρη ζούσαν! Έτσι τουλάχιστον φαινόταν από τις φωτογραφίες τους. Μα πιο πολύ από όλα του άρεσε που βρήκε νέους φίλους! Οι παλιοί του συμμαθητές είχαν φύγει στην πόλη, βρήκαν δουλειά, παντρεύτηκαν κι αυτός ξέμεινε με τους μεγάλους στο καφενείο να συζητάνε για αμπέλια κι ελιές. Μα τώρα δεν έμενε πια εκεί πολύ: μέρα παρά μέρα καφέ με τους νέους κολλητούς του, βόλτες στη παραλία, ποτά το βράδυ, αλλά ποτέ κρυφά: κάνανε πρώτα το check in, βγάζανε τη selfie, πρόσθεταν το tag, «κοντινή» στα άδεια μπουκάλια. Δεν ήξερε, όμως, κάτι: πως οι άλλοι δεν μοιράζονταν τον ίδιο ενθουσιασμό μαζί του. Είχε πέσει στη ζωή τους ουρανοκατέβατος, αλεξιπτωτιστής ολότελα, αυτοί είχαν ήδη τους φίλους τους, ένας παραπάνω δεν πείραζε. Μα όταν αυτός άρχιζε να τους πρήζει, όλη μέρα μηνύματα, βίντεο, gifs, ε, αρχίσανε σιγά σιγά να νευριάζουν και να ξεφυσούν όταν τους έλεγε να βγουν, αλλά στο τέλος κάνανε πίσω: λίγο το ‘χεις να σου κερνάνε τα ποτά; 65