Το τέλος του κόσμου | Page 166

Το τέλος του κόσμου IV, Πάνος Κεφαλάς Σιδηροδρομικός Σταθμός Σεν Μπριέ 11 Οκτωβρίου 1914. Επιστράτευση. Με στολή Ζουαβού και ψάθινο καπέλο όταν στρατεύτηκε ο πατέρας μου δεν είχε δει ποτέ του την Γαλλία. Στα είκοσι εννιά του έφυγε για να πάει σε μία άγνωστη γη, την είδε και σκοτώθηκε. Αυτή την δόξα κουβαλάω μαζί μου. Και ο πατέρας του Ζακ, που σκοτώθηκε στο Μάρνη. Τι απομένει άραγε, από τούτη την ακατάληπτη ζωή; Τίποτα, μια αδιόρατη ανάμνηση - η ελαφριά στάχτη μιας φτερούγας της πεταλούδας, που κάηκε στη φωτιά του πολέμου. Επιστράτευση. Με παρόμοια στολή όταν στρατεύτηκα και εγώ δεν ήξερα ούτε την Γαλλία, ούτε την Ευρώπη, ούτε τον κόσμο ολάκερο. Εχθές άφησα το Παρίσι στις μαγιάτικες ημέρες του, όπου λευκές λαμβούρδες των λουλουδιών από τις καστανιές πλανιόνται παντού στον αέρα στην πλατεία Γαλλικής Μνήμης. Λίγους μήνες μετά, ο πόλεμος με ακολουθεί σαν ένα αποκρουστικό σύννεφο γεμάτο οβίδες που λυσομανάνε επάνω από τα κεφάλια μας κυριεύοντας τον γαλάζιο ουρανό. Έτσι λοιπόν θα είναι η ζωή; Χαρακώματα, θάνατος, η μοναξιά των χαρακωμάτων. τα δίχως τέλος σάλτα, όλος αυτός ο παραλογισμός μεταξύ αντρών, διασκορπισμός ψυχών και σωμάτων στην ουδέτερη ζώνη. Όχι, όχι, η ζωή είναι κάτι άλλο. Βραδινή πορεία από το Σολφερίνο στο Σεν Μπριέ. Ο ένας πίσω από τον άλλον σαν μια μεγάλη σκουληκαντέρα ακολουθούμε ένα κεφάλι που ξέρουμε ότι θα κοπεί από του εχθρού το μένος. Στην αντίθετη πορεία, επάνω σε καρότσες μεταφοράς πολεμοφοδίων οι άντρες πεζοί για να αφήνουν χώρο και αέρα στα γυναικόπεδα αναζητούν ένα κατάλυμα μακριά από την φρίκη που τους βρήκε. Ο δρόμος δεν υπάρχει. Πορευόμαστε στο περίπου, μέσα από την βαλτοπεδιάδα, ανάμεσα από κάτι που θύμιζε χαρακώματα από ξεραμένο πηλό, τάφρους, νερόλακοι, 166