Το τέλος του κόσμου | Page 116

Το τέλος του κόσμου Ξαφνικά μια έκρηξη συντάραξε συθέμελα τη Νέα Υόρκη. Τη Νέα Υόρκη που μύριζε μέχρι εκείνη την ώρα φρέσκα ντόνατς κανέλας. Μια έκρηξη που προερχόταν από τα έγκατα της ανθρώπινης ύπαρξης. Με κορόιδεψε, πρόλαβε και σκέφτηκε ο Σούπερμαν. Όλα όσα είπε για τη μετάλλαξη των τροφών ήταν ένα ψέμα. Μας ανατίναξε τελικά ο άτιμος. Συντέλεσα κι εγώ σε τούτη τη συντέλεια. Η λάβα πετάχτηκε καυτή και σκέπασε γρήγορα τους ουρανοξύστες. Λάβα όχι τόσο καταστροφής όσο διαιώνισης. Όπως εκείνη της Πομπηίας. Κάθε καταστροφή είναι η αρχή μιας νέας δημιουργίας. Την ένιωσε και ο ίδιος ο Σούπερμαν να τον πλημμυρίζει. Η εικόνα της φιλήδονης Λόις ήταν η τελευταία του σκέψη. Το γυμνό κορμί της τον καλούσε στην ηδονή του έρωτα που έγινε οδύνη του θανάτου. Είχε γίνει πραγματικός Άνδρας με άλφα κεφαλαίο εκείνο το περίεργο ξημέρωμα της συντέλειας του κόσμου. Το φεγγάρι των απειροελάχιστων πιθανοτήτων, η βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη ζωής, είχε σηκωθεί ψηλά και έλουζε κι αυτό με φως, τους πανύψηλους ουρανοξύστες. Η συστάδα από τις ψευτοδάφνες, στη νησίδα πεζοδρομίου, επισκίασε τη μυρωδιά κανέλας, καθώς ανέδινε εκείνο το στυφό, υπόξινο, αμφιλεγόμενο άρωμα, σαν σπέρμα. 116