ΤΡΟΜΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ | Page 23

Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό του η εικόνα της εικοσιεπτάχρονης αστυνομικίνας, την οποία παράφορα ερωτεύτηννκε από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε στο γραφείο του, όταν εκείνη του παρουσιάστηκε στην υπηρεσία μετά από μετάθεσή της από την επαρχία. Τότε ήταν τριάντα εννέα ετών. Ξεκίνησαν μια θυελλώδη σχέση που διήρκησε τρία ολόκληρα χρόνια, μέχρι που εκείνη ζήτησε και πήρε μετάθεση για κάποιο νησί του Αιγαίου, αρνούμενη να συνεχίσει να τον μοιράζεται με άλλη έστω και αν επρόκειτο για τη νόμιμη σύζυγό του. Σε κείνα τα τρία βασανιστικά χρόνια, κινδύνευσε να καταστρέψει τον γάμο του και να πέσει στη δυσμένεια της υπηρεσίας του επειδή το μυαλό του είχε πάψει να δουλεύει φυσιολογικά. Ζούσε και ανάπνεε μόνο για τις στιγμές που βρισκόταν κοντά της. Από τότε που μετατέθηκε οικειοθελώς, δεν είχαν ξανασυναντηθεί.

Ο Γρηγοράκος δεν είχε ιδέα γιατί όλα αυτά τώρα απασχολούσαν το μυαλό του.

Τι έπαθα τώρα και τα σκέφτομαι; Tελικά, μήπως πραγματικά είχε γεράσει και ζούσε, όπως όλοι οι ηλικιωμένοι, με τις αναμνήσεις και την συσσωρευμένη πείρα τους; Θυμήθηκε κάτι που είχε διαβάσει πριν χρόνια: «Η πείρα είναι μια γηραιά κυρία που την σεβόμαστε χωρίς όμως να εξετάζουμε το ύποπτο παρελθόν της». Όσο και αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να θυμηθεί ποιος ή ποια το είχε πει.

Ο Παντελής Γρηγοράκος ήταν ένας άντρας μεσαίου αναστήματος. Το τετράγωνο σχήμα του προσώπου του αποκάλυπτε άτομο της δράσης και της ταχύτητας. Είχε ίσια μαύρα μαλλιά, με λίγες άσπρες τρίχες στο πλάι, που τα χτένιζε προσεχτικά προς τα πίσω, εμφανίζοντας ένα σχετικά μεγάλο μέτωπο με οριζόντιες ρυτίδες. Τα δυο του λαμπερά μάτια φανέρωναν άνθρωπο με υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Είχε παχύ μαύρο μουστάκι.