Κουράστηκε λίγο, άλλα σκέφτηκε ότι δεν πειράζει γιατί το σπίτι που είχε φτιάξει ήταν πιο γερό από του αδερφού του. Έτσι αποχαιρέτησε τον αδερφό του, μπήκε μέσα στο σπιτάκι του, κάθισε στην καρέκλα του και απολάμβανε την ζεστασιά του σπιτιού. Στο μεταξύ ο κακός λύκος άρχισε πάλι να πεινάει. Εκεί που περπατούσε και σκεφτόταν τι να φάει, είδε το ξύλινο σπίτι και μέσα σε αυτό το δεύτερο γουρουνάκι. Αμέσως πήγε κοντά, χτύπησε δυνατά την πόρτα και είπε:- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.- Δεν με ξεγελάς εμένα λύκε, φώναξε από μέσα το γουρουνάκι. Αν σου ανοίξω θα μπεις μέσα και θα με φας.- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και το σπιτάκι σου θα ρίξω, απάντησε νευριασμένος ο λύκος. Έτσι, φύσηξε μια, φύσηξε δυο και μετά από αρκετή προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε το γουρουνάκι έτρεξε γρήγορα, για να σωθεί!
Το τρίτο γουρουνάκι αφού περπάτησε και έψαξε πολύ, βρήκε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε τούβλα.- Σας παρακαλώ κύριε, του είπε, πουλήστε μου τα τούβλα σας για να φτιάξω το σπίτι μου.