Το πρώτο γουρουνάκι δεν πρόλαβε καλά- καλά να απομακρυνθεί από το σπίτι και είδε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε άχυρα. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ έτρεξε γρήγορα δίπλα του και του είπε:- Σε παρακαλώ άνθρωπέ μου, πούλησε μου τα άχυρά σου. Θέλω να φτιάξω με αυτά το σπίτι μου. Ο άνθρωπος παραξενεύτηκε που το γουρουνάκι ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι από άχυρα. Παρόλα αυτά του τα πούλησε. Έτσι το πρώτο γουρουνάκι βρήκε ένα ωραίο μέρος και χωρίς πολύ κόπο, έφτιαξε ένα σπίτι από άχυρα για να μείνει. Τα αδέρφια του το αποχαιρέτησαν και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Μια μέρα, ένας πεινασμένος λύκος περπατούσε στο δρόμο και έψαχνε να βρει κάτι να φάει. Εκεί που περπατούσε, είδε από μακριά το σπίτι με τα άχυρα και απ ' έξω το γουρουνάκι. Να μια καλή ευκαιρία για να φάω, σκέφτηκε και πλησίασε προς το σπίτι. Το γουρουνάκι μόλις τον είδε έτρεξε στο σπίτι του για να προστατευθεί. Στάθηκε λοιπόν ο λύκος έξω από το σπίτι και αφού χτύπησε δυνατά την πόρτα φώναξε:- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.- Σιγά να μην σου ανοίξω για να μπεις μέσα και να με φας, απάντησε το γουρουνάκι.- Τότε κι εγώ θα φυσήξω και το σπιτάκι σου θα ρίξω, αποκρίθηκε ο λύκος.