Στρογγυλομάνια | Page 28

Σ ε λ ί δ α 2 8 Σ τ ρ ο γ γ υ λ ομ ά ν ι α , Σ υ ν τ α γ έ ς . . . . Κ ο ι τ ά ζ ο ν τ α ς μ ι α τ ε ύ χ ο ς 2 Ε υ τ υ χ ί α ς ν ύ χ τ α τ ο ν ο υ ρ α ν ό Ήταν μια ακόμα νύχτα. Το σπίτι ήσυχο,όλοι κοιμούνταν. Το κρεβάτι φαινόταν τόσο δελεαστικό,αλλά κάτι την κρατούσε μακριά του. Δεν πρόλαβε καλά καλά να το σκεφτεί και βρισκόταν ήδη στην αυλή. Το κρύο διαπερνούσε το λευκό της δέρμα. Φορούσε τα ρούχα της δουλειάς κι ένα ζακετάκι από πάνω να την ξεγελάει από το ρίγος. Πήρε την κούπα με τον καφέ που είχε παρατήσει από το πρωί,αδιαφορώντας για την αϋπνία που θα της προξενούσε.Ο Φρέντι,αυτό το μαλλιαρό πλασματάκι που κουβαλούσε μαζί της από τα δώδεκά της χρόνια είχε κουρνιάσει στα πόδια της. Ξάφνου και το φεγγάρι πρόβαλλε από τον κατασκότεινο ουρανό. Ο Φρέντι γατζώθηκε από τον αστράγαλό της κι εκείνη έμεινε να κοιτά την λάμψη του φεγγαριού..<<είναι τόσο λαμπερό και κρυστάλλινο..σαν ψεύτικο>> σκέφτηκε και αμέσως σώπασε τη σκέψη της μην τυχόν και την ακούσει το φεγγάρι. Ρούφηξε μια γουλιά καφέ και πάγωσε ο λαιμός της,αλλά δε την ένοιξε. Πέρασε για μια στιγμή από το μυαλό της ο καβγάς στο γραφείο,αλλά όσο απότομα ήρθε τόσο απότομα κι έφυγε. Δεν την ένοιαζε,ήταν ευτυχισμένη. Τα αστέρια ήταν τόσο σωστά τοποθετημένα στο μαύρο του ουρανού που διέκρινες άνετα τους αστερισμούς χωρίς τηλεσκόπιο. Θυμήθηκε τις στιγμές με την μητέρα της,τα καλοκαίρια που άραζαν στο μπαλκόνι με τα πόδια ''ξαπλωμένα'' στα κάγκελα. Ένα χαμόγελο έσκασε κοιτάζοντας τον Φρέντι να κουνιέται γαργαλώντας τα πόδια της. Ο ουρανός φώτιζε σιγά σιγά,ξημέρωνε. Ο καφές πια είχε γίνει πάγος,αλλά το λάτρευε. Το φως του χολ άνοιξε. Ήταν η Άννα η κορούλα της,που ακούγοντας την εξώπορτα τρόμαξε και ξύπνησε. Κρατούσε το αρκουδάκι της σφιχτά,να μην της το αρπάξει κανείς. Είδε τη μαμά της και ανακουφισμένη έτρεξε προς το μέρος της. Την έσφιξε όσο πιο πολύ μπορούσε κι έμειναν εκεί να χαζεύουν τον ρόδινο ούρανο καθώς ξετύλιγε το φωτεινό του πέπλο. Ήταν ευτυχισμένη.... Έλενα Βλάχου