ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΥΤΙΚΗ ΑΤΤΙΚΗ-ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ | Page 24

[1] Εντυπώσεις της ημέρας ΕΙΣ ΤΑ ΒΥΛΛΙΑ Πατέρας ----------------------------------------------------------------------------------- 9 Ιούνιου 1920 Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ Δ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ Ο Χατζόπουλος περιγράφει τη διαδρομή μέσω του δρόμου της Κάζας. Αναφέρεται στην περιοχή του Σωτήρα, τα Παλιοκούντουρα και τα χάνια που υπήρχαν ακόμα τότε. Βλέπει τον αρχαίο πύργο της Οινόης. όπου εντυπωσιάζεται από το μέγεθος μιας θεριζοαλωνιστικής μηχανής. Αφού περάσει από τα Βίλια, που τα γράφει με την παλαιότερη τους ορθογραφία, φτάνει στην βρύση της Τσιάς απ' όπου ακόμα μέχρι σήμερα ξεκινά η ανάβαση προς το βουνό του Κιθαιρώνα. Αναφέρεται στο βουνό Λεστόρι το οποίο βρίσκεται ΒΔ των Βιλλίων και ΒΑ της πηγής της Τσιας με υψόμετρο 986 μ. Η διαδρομή δυτικά του Λεστορίου είναι το κλασσικό μονοπάτι ανάβασης στον Κιθαιρώνα και συμπίπτει με το εθνικό μονοπάτι 22. Π έραν της Μάνδρας της Ελευσίνας εκτείνεται η πυκνοτέρα εις συνέχειαν ορεινή βλάστησις της Αττικής. Συμβαίνουν ακόμη θαύματα εις τας ημέρας μας. Δεν επυρπολήθη και δεν υλοτομήθη η πευκόφυτος έκτασις των αλλεπαλλήλων βουνών, από την κομψήν εκκλησίαν του Σωτήρος, την οποίαν κατόπιν ερίδων περί της κατοχής της, έθεσε η μητρόπολις των Αθηνών υπό την εξουσίαν της, έως το χάνι Πουρνάρι. Εις το πευκώνα του Σωτήρος σκηνίται εγκατεστάθησαν. Άνθρωποι ζουν αρωματισμένα εικοσιτετράωρα από την ατελεύτητον εκπνοήν των μύρων των πεύκων και του θυμαριού. Τούτο ευρίσκεται εις την αρίστην Ιουνιακήν μωβ άνθησιν του. Αγνός ως βρεφικόν όνειρον είνε ο αέρας εκεί απάνω. Ο μακρύς λευκός δρόμος, από τους πρώτους βουνούς της περιοχής της Μάνδρας έως το διάσελον του Κιθαιρώνος και εκείθεν έως κάτω εις τον κάμπον της Βοιωτίας, φαίνεται να έχει χαραχθή όχι από μηχανικόν, αλλά από μεθυσμένην εκ φωτός και ευωδίας πεταλούδαν. Μακροτάτη λευκή κορδέλλα ελίσσεται, κάμνει πολυαρίθμους βόλτας. Μετά πεντακόσια, κάποτε μετά εκατόν βήματα, και διολισθαίνουσα καμπή. Και τα θαλερά πεύκα κλείουν με πυκνούς τοίχους τον λευκόν αυτόν χορόν της αμαξιτής οδού. Περί το χάνι των Παληοκουντούρων ανοίγεται άδενδρος η μικρή κοιλάς και έπειτα ο δρόμος εκφεύγει πάλιν εις την πικνήν βλάστησιν. Αυτά τα χάνια, τα οποία είχαν καλήν ποίησιν εις τον παρελθόντα αιώνα, ότε ο ατμός και η μπενζίνα ήσαν άγνωστα μέσα δια την συγκοινωνίαν της Στερεάς και της Θεσσαλίας, διετήρησαν ακόμη το ιδιαίτερον θέλγητρον των. Είνε παλαιά, ευρύχωρα οικοδομήματα με αιθούσας δια τους ταξειδιώτας, με μεγάλους σταύλους δια τους ίππους των και με καπνισμένην κατοικίαν εις το βάθος δια την οικογένειαν του πανδοχέως. Εκεί καίει η φωτιά και μεγάλη κατσαρόλλα βράζει εις τας φλόγας της. Το κριάρι και το τραγόπουλον της εποχής παρέχουν την θερμήν, νόστιμον σούπαν εις τους ταξειδιώτας. Εις την θρακιάν ψήνεται ένα άλλο προσφιλές έδεσμα δι αυτούς. Το σπληνάντερον. Οι πελάται δεν λείπουν. Είνε οι καροτσέρηδες, που κομίζουν εις τα κατάφορτα αμάξια των τον σανόν από την πεδιάδα των Θηβών εις τας Αθήνας. Συχνά τα αμάξια αυτά αποτελούν μακράν σειράν και πιάνουν όλο τον δρόμον. [19]