ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΥΤΙΚΗ ΑΤΤΙΚΗ-ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ | Page 123

Μονή Οσίου Μελετίου. Νύχτα το αφήσαμεν και κατεβήκαμεν προς τον δρόμον του Μάζι. Φεγγαράκι, δροσιά. Εις το πηγάδι μαγούλα υδρεύοντο καθυστερημένοι χωρικοί. Παραπέρα το χωριό είχε τραγούδια. Εορτή εξημέρωνε. Χωρικοί και χωρικαί εχόρευαν ετραγουδούσαν εις τα αλώνια. Κίνησις και εις το χάνι του κ. Κώστα Ιατρού επί της αμαξιτής οδού. Διανυκτερεύει διότι εκεί σταματούν τα τροχοφόρα. Καθαρόν. Παχειά προβατίνα εκρέμετο. Είνε η εποχή της. Χωρικοί έπιναν συζητούσαν τας υποθέσεις των αλβανοελληνιστί. Μετά μικράν ανάπαυσιν επήραμεν τον δρόμος προς τα Βύλλια. Περί τα οκτώ χιλιόμετρα. Παρά το χωρίον Μάζι ένας σκύλος ενεδρεύει, αγριώτατος. Προ τινός έφαγε άνθρωπον, όστις έμεινεν οκτώ μήνας εις το νοσοκομείον. Εσώθημεν ως εκ θαύματος από την επίθεσιν του. Επέμεινε να ξαναφάγη διαβάτην. Κρύο δυνατό εις τον δρόμον. Ο Κιθαιρών κατέβαζε παγωμένον αέρα. Αλλά διαυγής ήταν η σεληνόφωτη νύκτα. Φωτιές διεκρίνοντο εις τα βουνά. Μακρυνοί κουδουνισμοί ποιμνίων. Μεγάλη κανδήλα έλαμπεν, ώς άστρο, εις το εικονοστάσιον επί του δρόμου του προφήτου Ηλία. Και καλήν συντροφιάν μας έκαμναν οι γρύλλοι. Εις τα αμπέλια ευωδίαζε η αγράμπελη. Μεσάνυχτα εφθάσαμε εις τα Βύλλια. Σιγή εις τους πράσινους κήπους του, εις τα σκοτεινά σπιτάκια του. Μόνον η βρύσες από τις λεύκες είχαν θόρυβον. Ανοικταί. Ο δροσερός ήχος του αφθόνου νερού εβαυκάλιζε την κοιμωμένην κωμόπολιν υπό την προστασίαν του Κιθαιρώνος άνωθεν της. ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ 118