ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΥΤΙΚΗ ΑΤΤΙΚΗ-ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ | Page 121

Όλη η έκτασις προ ολίγων ετών ήτο δασωμένη. Παλαιός ισχυρότατος πευκών. Τον έκαψαν όχι επιδρομείς, αλλά αυτόχθονες δυστυχώς. Τι ήτο εκείνος ο δρυμός πληροφορείται κανείς από τα ίχνη του που απέμειναν, όταν πλησιάση προς την εγγυτέραν ρεμματιάν του μοναστηριού. Υψηλά, γεμάτα από μυστικισμόν πεύκα. Κατεβαίνομεν την ρεμματιάν και ανεβαίνομεν εις την πλαγιάν του βουνού. Παράξενος ιδιάζουσα τοποθεσία. Ένας όσιος μπορούσε να μη την ανακαλύψη δια την μόνωσιν του. Περί τούτου αρκετά πληροφορεί ο '' Βίος του Οσίου Πατρός ημών Μελετίου του Νέου του εν τω όρει Μυουπόλεως (νυν Κούντουρα) ασκήσαντος τω 1060, ρανισθείς υπό του Νέου Παραδείσου, και τυπωθείς υπό Βενιαμήν Ιερομονάχου της αυτής μονής''. Εγεννήθη εις το χωρίον των Καππαδοκών Μουταλάμπη. Απέθανε και ετάφη την 1ην Σεπτεμβρίου 1130. Την ημέραν εκείνην εορτάζει η παλαιά μονή, η υπό του Αλεξίου Κομνηνού κτισθείσα. Εις τα περίχωρα κυκλοφορεί η εξής παράδοσις: «Ο βασιλεύς Αλέξιος μετέβη εις πόλεμον. Διήλθε από το μέρος εκείνο του Κιθαιρώνος, όπου εμόναζε ο όσιος Μελέτιος. Εδοσε προς τον βασιλέα και την ακολουθίαν του πέντε ψωμιά, τα οποία δεν ετελείωναν, 40 οκάδες κριθάρι, το οποίο δεν ετελείωνε. Όταν έφυγε είπε προς τον καλόγηρον: - Ποία η επιθυμία σου; -Να μου κτίσης ένα σπίτι, μεγαλειότατε. Ο βασιλεύς συγκατένευσε και του έδοσε ένα δακτυλίδι. Καιρός επέρασε, ο βασιλεύς ενίκησε εις τον πόλεμον, επέστρεψε εις την Κωνσταντινούπολιν. Ελησμόνησε το καλόγηρον. Μίαν ημέραν η βασίλισσα έπεσε βαρειά άρρωστη. Μεγάλους πόνους είχε εις τον μαστόν. Κανείς ιατρός δεν της έκαμνε καλόν. Ο βασιλεύς ήτο είς μεγάλην ανησυχίαν. Ένα πρωί παρουσιάζεται ένας καλόγηρος. Ζητεί να θεραπεύση την βασίλισσαν. Του επέτρεψαν. Προσήλθε, άγγιξε τον μαστόν με το χέρι του και έφυγε. Οι πόνοι της ασθενούς έπαυσαν αποτόμως. Αλλά ένιωσε κάτι κρύο εις το στήθος της. Έβαλε το χέρι της και βρήκε ένα δακτυλίδι. Της εφάνη περίεργον και το έδειξε εις τον βασιλέα. Εκείνος το ανεγνώρισε, εθυμήθη τον καλόγηρον και την υπόσχεσιν του προς αυτόν. Έκτισε το μοναστήρι. Αλλά όχι εις την θέσιν που ήθελε ο βασιλεύς. Εις εκείνην, που ήθελε ο όσιος. Την νύκτα τα εργαλεία των κτιστών μετετίθεντο υπό μυστηριώδους χειρός εις χαμηλοτέραν από υψηλοτέραν θέσιν, που εγίνοντο αι εργασίαι, αι οποίαι φαίνονται ακόμη». Ούτω προήλθε το βυζαντινόν οικοδόμημα εις τον μυχόν εκείνον του Κιθαιρώνος. Εις την είσοδον του ποτέ περιβόλου της μονής είνε λιθόκτιστη βρύσι. Το νερό της άριστον. Η παράδοσις την θέλει έργον του οσίου. Πεντέξ υψηλαί λεύκες και κρυμμένον μεγάλο κυπαρίσι ανάμεσα των. Πλησίον πενιχρά ξύλινα καθίσματα επί ανδήρου. 116