ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΜΕΛΕΤΗΣ | Page 2

2 Συνοπτική Παρουσίαση TTIP: οι επιπτώσεις στην Ελληνική δηµοκρατία, στην οικονοµία, στην κοινωνία Η Ελλάδα, δεδοµένου του ατυχούς συγχρονισµού των ενδογενών διαρθρωτικών αδυναµιών µε τις επιδράσεις της διεθνούς ύφεσης και της χρηµατοπιστωτικής κρίσης κατέστη το 2009 το πλέον κατάλληλο πεδίο πιλοτικής εφαρµογής των πιο προωθηµένων νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η επιβολή των Μνηµονίων σε συνδυασµό µε την οικονοµική κρίση συνιστούν σηµείο τοµής για τη νεότερη ελληνική ιστορία διαµορφώνοντας νέες καταστάσεις στην οικονοµία και την πολιτική. Ως εκ τούτου η παρούσα µελέτη έχει µια ιδιαίτερη σηµασία έναντι αντίστοιχων για άλλες ευρωπαϊκές οικονοµίες: αφενός αναδεικνύει την ήδη διαµορφωµένη κοινωνική επιδείνωση, την αποδηµοκρατικοποίηση και τη διαρθρωτική οικονοµική αλλαγή εις βάρος των µικροµεσαίων και της εργασίας που επέβαλε η µνηµονιακή επταετής συνέχεια, προοιωνίζοντας το µέλλον των κοινωνιών της Ένωσης µετά την θέσπιση της TTIP. Η Ελλάδα αποτελεί µια χρήσιµη µελέτη περίπτωσης για τις κοινωνικοοικονοµικές επιπτώσεις µέτρων και αναδιαρθρώσεων που θα γενικευθούν µέσω της διατλαντικής ολοκλήρωσης. Αφετέρου παρουσιάζει τις περαιτέρω επιπτώσεις της Συµφωνίας σε µια οικονοµία και κοινωνία που έχει ήδη υποστεί µια µακρά, σχεδιαζόµενη ύφεση (η πολιτική της «εσωτερικής υποτίµησης») που οδήγησε σε απώλεια του ¼ του παραγόµενου πλούτου και σε περίπου 25% ανεργία. Στον αντίποδα, µέρος της ελληνικής κοινωνίας αποφάσισε «να πάρει την κατάσταση στα χέρια του» και να αγωνιστεί ενάντια στην TTIP και στις συνέπειές της. Άλλωστε, τα ίδια τα «γονιδιακά» χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας και οικονοµίας –τα οποία αναλύονται στο κείµενο της µελέτης– ευνοούν την εξέλιξη ενός εναλλακτικού συνεργατικού µοντέλου παραγωγικής ανάπτυξης, εκ διαµέτρου αντίθετα µε τον νεοφιλελεύθερο µετασχηµατισµό. Τα παραπάνω µας ωθούν στο να διεκδικήσουµε για την Ελλάδα µια ριζική πολιτική αλλαγή: η χώρα, από πεδίο πιλοτικής εφαρµογής των πιο προωθηµένων και βίαιων µεθόδων της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, να καταστεί φάρος µιας εναλλακτικής πολιτικής προς την ώριµη συστηµική αλλαγή, τη σοσιαλιστική µετεξέλιξη, τη δηµοκρατική ολοκλήρωση και την κοινωνική πρόοδο, προς ένα νέο αφήγηµα µιας κοινωνικά δίκαιης και περιβαλλοντικά ισόρροπης ανάπτυξης, σε πλήρη συµβατότητα µε τις ωριµάζουσες αντικειµενικές κοινωνικές και τεχνοοικονοµικές συνθήκες διεθνώς. Σ την ουσία η TTIP έρχεται να υπηρετήσει τους τέσσερεις άξονες α) της διεθνοποίησης β) της απορρύθµισης β) της τεχνοκρατικοποίησης της πολιτικής και γ) της εξυπηρέτησης των συµφερόντων των µεγάλων επιχειρήσεων, συγκροτώντας το κατάλληλο πλαίσιο για τη δηµιουργία του ενιαίου οικονοµικού χώρου Ε.Ε. και Η.Π.Α. Αυτό επιτυγχάνεται µε την εγκαθίδρυση διαδικασιών µε τεχνοκρατικό και όχι πολιτικό χαρακτήρα, την ελαχιστοποίηση της επιρροής των κοινωνικών και δηµοκρατικών διαδικασιών, την απελευθέρωση/ιδιωτικοποίηση των δηµοσίων υπηρεσιών και αγαθών και τη συνολική υπαναχώρηση από εργασιακά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά κεκτηµένα. Προβλέπει δε την υποχρεωτική και µη αντιστρεπτή «συµµόρφωση» των συµβαλλοµένων δηµιουργώντας διαδικασίες «οριζόντιας» εφαρµογής όπως αυτή της ρυθµιστικής συνεργασίας και του µηχανισµού επίλυσης διαφορών µεταξύ επενδυτή και κράτους. Έτσι επισφραγίζεται και µονιµοποιείται η υπερίσχυση των προβλεπόµενων στη συµφωνία επί των εθνικών νοµοθεσιών. Στην Ελλάδα, ήδη βιώνουµε αντίστοιχες επιπτώσεις. Στο όνοµα της εξυπηρέτησης του χρέους και της ανάκαµψης της οικονοµίας, η χώρα έχει υποστεί την εφαρµογή σκληρών πολιτικών λιτότητας και µέτρων φιλελευθεροποίησης στα πλαίσια των µνηµονιακών δεσµεύσεων. Η απορρύθµιση, ο αφανισµός της µικρής και µεσαίας επιχειρηµατικότητας, η υποβάθµιση της κοινωνικής προστασίας και ο περιορισµός της δηµοκρατίας έχουν ήδη διαµορφώσει µια νέα πραγµατικότητα. Οι οµοιότητες των δύο σε επίπεδο επιπτώσεων πολλές, µε την TTIP να εµφανίζεται πιο ευρεία και να εισάγει δύο βασικές διαφοροποιήσεις: Κατά πρώτον αυτή της γεωγραφικής και χρονικής έκτασης, αφού η TTIP προβλέπει εκτεταµένες και διαρκείς διαδικασίες, σε αντίθεση µε τα µνηµόνια που παρουσιάζονται ως προσωρινά και γεωγραφικά περιορισµένα. Κατά δεύτερον, η εξυπηρέτηση των συµφερόντων των µεγάλων επιχειρήσεων µε οικονοµικό αντίκτυπο στα κράτη που δε συµµορφώνονται είναι η µόνιµη απειλή για τη διασφάλιση της κατά γράµµα εφαρµογής των συµφωνηθέντων.