Ο ΞΕΝΟΣ | Page 9

9
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΦΙΛΙΩ ΧΑΪΔΕΜΕΝΟΥ
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου έζησε μέχρι τα 23 της χρόνια στην Σμύρνη . Ήταν « ένας παράδεισος η ζωή στη Σμύρνη » λέει η ίδια στη διήγηση της ιστορίας της . Οι άνθρωποι διασκέδαζαν συνεχώς όλοι μαζί . Δεν ξεχώριζες αν κάποιος ήταν Τούρκος ή Έλληνας όλοι ζούσαν αγαπημένοι . Τα ρούχα τους ήταν κομψά και περιποιημένα .
Όταν μπήκαν οι Έλληνες στη Σμύρνη όλος ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος . Όλο το βράδυ ράβανε ελληνικές σημαίες . Όλα τα σπίτια ήταν στολισμένα με αυτήν . Οι ελληνικές δυνάμεις προχώρησαν στο εσωτερικό της Τουρκίας . Έμπαιναν στα σπίτια των Τούρκων και ζητούσαν χρήματα , μερικοί κακοποιούσαν γυναίκες και παιδιά . Η κυρία Φιλιώ αναρωτιέται στη διήγησή της . Πώς είναι δυνατόν να κάνεις τέτοια πράγματα αφού ξέρεις ότι στην περιοχή ζουν και Έλληνες . Δεν είναι φυσιολογικό αν αλλάξουν τα πράγματα οι Τούρκοι να εκδικηθούν και να κάνουν και αυτοί τα ίδια .
Μετά την κατάρρευση του Μετώπου και την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων ο τουρκικός στρατός μπήκε στη Σμύρνη και πήρε την εκδίκησή του . Η κυρία Φιλιώ επισημαίνει ότι κανένας Τούρκος που ζούσε στη Σμύρνη δεν τους πείραξε γιατί όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και είχαν ζήσει ειρηνικά και αρμονικά πολλά χρόνια . Ο ένας σέβονταν τον άλλο . Αυτοί όμως που έκαναν άσχημα πράγματα ήταν στρατιώτες Τούρκοι από τα βάθη της χώρας που είχαν μίσος για τους Έλληνες . Έμπαιναν στα σπίτια με τα όπλα ζητούσαν χρήματα , χρυσαφικά κ . α . Ο κόσμος έτρεχε να κρυφτεί γιατί κινδύνευε η ζωή του . Επικρατούσε πανικός , οι οικογένειες χωρίζονταν και δεν μπορούσαν να βρεθούν , παιδιά έκλαιγαν ψάχνοντας τους γονείς τους , γονείς απελπισμένοι κοιτούσαν στο πλήθος μήπως και τα βρουν . Οι γυναίκες λέει η κυρία Φιλιώ έβαζαν λάσπη στο πρόσωπό τους , έκαιγαν τα φρύδια τους έσκιζαν τα ρούχα τους , έβαζαν ψεύτικες καμπούρες για να μην τις αναγνωρίσου οι Τούρκοι και τις αιχμαλωτίσουν .
Μετά από πολλές περιπέτειες μπήκαν στα καράβια και είδαν την πατρίδα τους να καίγεται ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της κυρίας Φιλιώς . « Αντίο πατρίδα μου δεν θα σε ξαναδώ ποτέ , αλλά ούτε πρόκειται να σε ξεχάσω » αναφωνεί .
Η πρώτη στάση του καραβιού ήταν στην Μυτιλήνη , δυστυχώς δεν τους δέχτηκαν γιατί το νησί ήταν γεμάτο από πρόσφυγες . Την ίδια αντιμετώπιση είχαν όταν έφτασαν στη Χίο , Σάμο και τη Θεσσαλονίκη . Έτσι κατευθύνθηκαν στην Αθήνα . Οι συνθήκες ήταν δύσκολες ο κόσμος δεν τους ήθελε . Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκαν κάτω από ένα δέντρο , αγκαλιασμένοι για να ζεσταθούν και να μην πεθάνουν από το κρύο . Οι ντόπιοι αναρωτιούνταν τι θα κάνουν με τους πρόσφυγες και που θα κατοικήσουν αυτοί οι άνθρωποι . Περίμεναν στην ουρά για το συσσίτιο που