Παρατηρούμε ότι η διατροφή των λύκων στην Πάρνηθα τον χειμώνα περιλαμβάνει περιορισμένο αριθμό ειδών ζώων
και εστιάζεται σε μεγάλο ποσοστό στα άγρια οπληφόρα (92%) και ιδιαίτερα στα ελάφια τα οποία αποτελούν τα 2/3
της συνολικής καταναλωμένης βιομάζας. Δεύτερος σε σειρά προτίμησης, εμφανίζεται ο αγριόχοιρος που αποτελεί
το 22% της βιομάζας διατροφής των λύκων.
Η διαθεσιμότητα σε άγρια οπληφόρα, υπολογίσθηκε με συνδυασμό των δεδομένων από τις συστηματικές εαρινές
και φθινοπωρινές καταμετρήσεις ελαφιών από το Φορέα διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Πάρνηθας (ΦΔΕΠΠ) και
των καταγραφών με τις φωτοκαταγραφικές κάμερες της παρούσας μελέτης.
Για τον υπολογισμό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν οι καταμετρήσεις των 7 τελευταίων χρόνων (2012 – 2018), του ΦΔΕΠΠ
από 33 εποπτικά σημεία που καλύπτουν συνολική έκταση 140 τ.χλμ. περίπου, όπως προτάθηκαν από τον πρόγραμμα
παρακολούθησης που εκπονήθηκε από το WWF (Λατσούδης, κ.ά 2010, Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου
Πάρνηθας 2012 – 18, Χάρτης 4 )
Σύμφωνα με τις πιο πάνω μετρήσεις, η πυκνότητα ελαφιών κυμαίνεται από 4,5 - 10 άτομα/τ.χλμ. με Μ.Ο.
φθινοπωρινών καταμετρήσεων 5,5 άτομα/τ.χλμ. και εαρινών 7 άτομα/τ.χλμ. (Βλ. διαγράμματα 4, 5 & Παράρτημα Ι).
Οι πιο πάνω πυκνότητες είναι προφανώς μικρότερες του πραγματικού αριθμού των ελαφιών στην περιοχή
καταμέτρησης, όπως πιστοποιήθηκε και με τις καταγραφές ελαφιών από κάμερες σε περιοχές με μηδενικές
καταμετρήσεις από εποπτικά σημεία. Η υποεκτίμηση αυτή υπολογίσθηκε στο επίπεδο του 20% σύμφωνα με τους
Λατσούδη & Kret 2009, 2008.
Επίσης οι εκτιμήσεις της άνοιξης θεωρούνται ότι περιέχουν το μικρότερο σφάλμα υποεκτίμησης και περιέχουν επίσης
και το μεγαλύτερο ποσοστό των νεαρών ζώων που γεννήθηκαν εντός του έτους (Λατσούδης & Kret 2009, 2008, ΦΔ
Πάρνηθας).
Λαμβανομένων υπόψιν των δύο αυτών παραγόντων προσδιορίσθηκε η μέση εαρινή πυκνότητα στα 8,4 άτομα
ελαφιών/τ.χλμ. και η Φθινοπωρινή στα περίπου στα 7 άτομα ελαφιών/τ.χλμ., για την περιοχή καταμέτρησης των 140
τ.χλμ.
12