Ιλίου Λύκειον Έλληνες μετανάστες στον Νέο Κόσμο | Page 13
Η ψυχή του κόσµου ήταν βυθισµένη στο
φόβο. Για φαγητό έσφαζαν και µας έδιναν
κάτι παλιοάλογα. Καµιά εβδοµάδα τη
βγάλαµε µ’ αυτά που είχαµε ψωνίσει στην
Πάτρα, αλλά σωθήκανε.
Μας έδιναν κάτι ρέγγες µε σκουλήκια,
χαλασµένες τις πετάγαµε. Ζούσαµε µέσα σ’
αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα και από
πάνω ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η
ψείρα. Κάθονταν όρθια στα πανωφόρια
των επιβατών, άσπρες µε ουρά. Σε λίγες
µέρες µε την αργοπορία του πλοίου, το
νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσµος που
ήµασταν µέσα διψάσαµε.
Μαζευόµασταν µυρµήγκια µε τις βίκες
µπροστά στα ντεπόζιτα και ‘κεί γινόταν
χαλασµός».