των φιλοσόφων αυτών ήταν καταδικασμένος σε ακοινωνησία, γιατί ήταν ουσιαστικά απρόσωπος. Ούτε ο Θεός του Πλάτωνος,
ούτε, πολύ περισσότερο, ο Θεός του Αριστοτέλους μπορούσαν να κοινωνήσουν αγαπητικά, γιατί ο μεν ένας ήταν μια έκχυσις
αγαθότητας απρόσωπη, ο δε άλλος το ερώμενον, το οποίον ουδενός εράται. Με το δόγμα της Τριάδος οι Πατέρες ενσωμάτωσαν
στην έννοια του Θεού την ιδέα της προσωπικής κοινωνίας, της αγάπης δηλαδή ως προσωπικής κοινωνίας. Ο Τριαδικός Θεός,
λοιπόν, είναι ένας, αλλά δεν είναι «μόνος»· η ενότητα δεν αναιρεί την πολλότητα, το «εν» δεν προηγείται των «πολλών», όπως
συμβαίνει σε ολόκληρη την αρχαιοεληνική σκέψη. Ο Τριαδικός Θεός αποκαλύπτει το είναι ως κοινωνία, την ύπαρξη ως αγάπη, η
οποία επιτρέπει στην ετερότητα εν ελευθε >: