Γυναίκα και ειρήνη | Page 3

ἐσίγων . ΠΡ . κἂν ᾤμωζές γ᾽ , εἰ μὴ ᾽σίγας . ΛΥ . τοιγάρ ‹ τοὔγωγ᾽ ἂν › ἐσίγων . ‹ ἑτέρου δ᾽ › ἕτερόν τι πονηρότερον βούλευμ᾽ ἐπεπύσμεθ᾽ ἂν ὑμῶν · εἶτ᾽ ἠρόμεθ᾽ ἄν · « πῶς ταῦτ᾽ , ὦνερ , διαπράττεσθ᾽ ὧδ᾽ ἀνοήτως ;» ὁ δέ μ᾽ εὐθὺς ὑποβλέψας ‹ ἂν › ἔφασκ᾽ , εἰ μὴ τὸν στήμονα νήσω , ὀτοτύξεσθαι μακρὰ τὴν κεφαλήν · « πόλεμος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει .» ΠΡ . ὀρθῶς γε λέγων νὴ Δί᾽ ἐκεῖνος . ΛΥ . πῶς ὀρθῶς , ὦ κακόδαιμον , εἰ μηδὲ κακῶς βουλευομένοις ἐξῆν ὑμῖν ὑποθέσθαι ; ὅτε δὴ δ᾽ ὑμῶν ἐν ταῖσιν ὁδοῖς φανερῶς ἠκούομεν ἤδη · « οὐκ ἔστιν ἀνὴρ ἐν τῇ χώρᾳ .» — « μὰ Δί᾽ οὐ δῆτ᾽ ,» εἶφ᾽ ἕτερός τις , — μετὰ ταῦθ᾽ ἡμῖν εὐθὺς σώπαινα !
ΠΡΟ . Θα τις έτρωγες χύμα ! ΛΥΣ . Για τούτο δε μίλαγα ! Κι αν μαθαίναμε πάλι χειρότερα λάθια σας , και ρωτούσα : « Πώς τόσο ξεπέσατε , αντρούλη μου ;» μ᾽ αγριοκοίταζε κι έσκουζε : « Κοίτα τη ρόκα σου , γιατ᾽ αλλιώς θα σου σπάσω την κόκα σου . Ο πόλεμος των αντρώνε μονάχα δουλειά !»
ΠΡΟ . Καλά σου ᾽λεγε . ΛΥΣ . Τί « καλά », σιχαμένε ; Να κάνετ᾽ ελόγου σας κουταμάρες σωρό και να μη μας ρωτάτε ; Κι όταν τέλος στους δρόμους αρχίσαν οι γκρίνιες : « Σερνικός δεν απόμεινε πια στην πατρίδα !» Κι άλλος έλεε : « Κανείς μα τον Δία ! Πού θα πάμε ;» Τότε εμείς οι γυναίκες απόφαση πήραμε την Ελλάδα ενωμένες να
3