Ανθρώπων Έργα Μάιος 2014 | Page 250

Σόλομον Νόρθαπ, άνθρωπος ελεύθερος, κι όχι ο σκλάβος Πλατ. Κι επιστρέφει στην παλιά ζωή του… Από την άλλη, αυτή η ίδια ιστορία θα μπορούσε να είχε μετουσιωθεί σε μια εντελώς διαφορετική (και σίγουρα, λιγότερο αιχμηρή κι αξιομνημόνευτη) ταινία στα χέρια ενός Σπίλμπεργκ, ενός Σκορσέζε –τον Ταραντίνο, ας μην τον συζητήσουμε καν, παρά τις εξωτερικές θεματολογικές ομοιότητες με το περσινό του «Django, ο τιμωρός». Στα χέρια, όμως, του σπουδαίου λονδρέζου σκηνοθέτη, αυτό το αβανταδόρικο υλικό γίνεται ένα εικαστικά θελκτικό, μα αδυσώπητο σφυροκόπημα του νου και των αισθήσεων που σε στοιχειώνει και σε καθηλώνει για μέρες μετά... Επενδύοντας πάνω στο εξαιρετικό σενάριο του Αμερικανού Ρίντλεϊ κι ανασύροντας εκφραστικά μέσα από τη θητεία του ως εικαστικού καλλιτέχνη (θυμηθείτε: αυτή είναι μόλις η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του), ο ΜακΚουίν ενορχηστρώνει απερίγραπτα ωμές και συγχρόνως υποβλητικά ποιητικές σκηνές από τη ζωή στον Νότο της δουλείας. Κορυφαία, ίσως, ανάμεσά τους, η μακρόσυρτη σεκάνς όπου ο τιμωρημένος σκλάβος-Πλατ, κρεμασμένος από το λαιμό σε ένα δέντρο, πασχίζει να αναπνεύσει, καθώς τα ακροδάχτυλα των ποδιών του 250 | Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 4 | Μάιος 2014 «χορεύουν» καρτερικά κι απεγνωσμένα πάνω στη λάσπη. Και τριγύρω, οι υπόλοιποι σκλάβοι και εργαζόμενοι της φυτείας –νέοι, γέροι, μαύροι κι άσπροι– συνεχίζουν κανονικά τις δουλειές τους και τις καθημερινές ασχολίες τους… Πραγματικά, σου βγαίνει η ψυχή. Χωρίς απλουστευτικές «κατηγοριοποιήσεις» (οι λευκοί, ας πούμε, δεν είναι όλοι σκέτα τέρατα) κι αποφεύγοντας τους διδακτισμούς (εξαίρεση, ίσως, τα όσα λέει ο Καναδός deus ex machina του Μπραντ Πιτ) ο ΜακΚουίν καταγράφει τα πράματα ως είχαν. Κι εκεί στο Νότο, οι μαύροι ήταν απλά «ιδιοκτησία» των λευκών. Πραγματικότητα που, όσο κι αν ηχεί τραβηγμένο, εκμαύλιζε και σάπιζε και τα βουβά θύματα –σαν την εξαιρετική σκλάβα Πάτσι της Νιόνγκ’ο, που βιάζεται επανειλημμένα και μαστιγώνεται παραδειγματικά από τον αφέντη της–, αλλά και τους ανάλγητους θύτες –άπαιχτος και πάλι ο Φασμπέντερ στο ρόλο του ψευτοθρήσκου, σαδιστικού, μα και βαθιά ταλανισμένου δεύτερου αφεντικού του Πλατ. Κορυφαίο, όμως, ατού της ταινίας είναι μάλλον η ερμηνεία του νιγηρο-εγγλέζου ηθοποιού Ετζιόφορ (που πρωτογνωρίσαμε στο «Άμισταντ»). Με κάτι μάτια που τα λένε όλα, και μια διάχυτη αξιοπρέπεια Μάιος 2014 | Τεύχος 4 | Ανθρώπων Έργα | 251