Ανθρώπων Έργα Ιούνιος 2015 | Page 394

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα το πρόσωπο του συνωμοτικά κοντά στο αυτί του νεαρού και συμπλήρωσε: «Όταν χάνεις κάτι, τότε χάνεις την αξία!» Σα να του φάνηκε αστείο το λεκτικό του σφάλμα και άρχισε να χαχανίζει δυνατά. Μην ελέγχοντας την ένταση της φωνής του ακούστηκε πολύ δυνατά όταν πίνοντας μονορούφι το ποτό του ευχήθηκε «Άντε γεια μας!». Στην προσπάθεια του να κατέβει γλίστρησε απ΄το σκαμπό και σχεδόν έπεσε πάνω στον Στράτο. «Λάθος εγώ, λάθος εσύ!» του είπε δυνατά και άρχισε πάλι να χαχανίζει. Τρεκλίζοντας απομακρύνθηκε απ’ το μπαρ. έκανε κύκλους γύρω του και τον ζάλιζε. Τον έριχνε στο φρεάτιο του ασανσέρ όπου πρωτύτερα είχαν μπει η Τζίνα και ο άγνωστος κύριος και έπειτα τον τίναζε δυνατά ως το ρετιρέ του ξενοδοχείου. Ξανά και ξανά. Τι το ήθελε το ακριβό αυτοκίνητο; Και πώς θα το δικαιολογούσε σε φίλους και γνωστούς; Όλοι ήξεραν ότι δεν ήταν δυνατόν να το είχε αγοράσει ο ίδιος. Θα έλεγε την αλήθεια; Ποτέ! Θα έλεγε ότι του το παραχώρησε ένας θείος του από το εξωτερικό, ότι το κληρονόμησε τελοσπάντων από κάποιον που δεν τον ξέρουν. Και η Τζίνα που θα ήταν μπροστά, θα άκουγε το ψέμα του και θα θυμόταν την προδοσία. Και μια μέρα θα τον άφηνε και θα έβρισκε έναν άλλο άνδρα που να μη ντρέπεται γι ‘αυτόν. Τα τυχαία λόγια του μεθυσμένου επέτειναν το αίσθημα ενοχής του Στράτου. Σα να τον κατηγορούσε προσωποποιημένη η συνείδηση του. Δεν έπρεπε να ενδώσει στην πρόταση του αγνώστου. Το αποψινό συμβάν μπορεί να ήταν η αιτία να χάσει την Τζίνα. Σίγουρα θα ήταν πικραμένη μαζί του. Θα μπορούσε να του συγχωρήσει τέτοια προδοσία; Τι κι αν γνωρίζονταν μια εβδομάδα μόλις; Η σχέση τους θα μπορούσε να εξελιχτεί σε κάτι πολύ όμορφο στο μέλλον. Αυτή η γυναίκα άξιζε να μείνει στη ζωή του. Τώρα όμως; Τι μέλλον θα είχε; Σίγουρα θα ήταν θυμωμένη μαζί του και απαρηγόρητα πικραμένη. Άρχισε να κακιώνει με τον εαυτό του. Τι το ήθελε το ακριβό αυτοκίνητο; Ζήτησε να του βάλουν κι άλλο ποτό και βάλθηκε να το πίνει βιαστικά με μεγάλες ρουφηξιές. Η μεταμέλεια 394 Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 7 | Ιούνιος 2015 Μια μεγάλη θλίψη στένευε την αναπνοή του. Ένιωσε το ελάχιστο βάρος των κλειδιών στη τσέπη του σα μεγάλο φορτίο. Τα ένιωθε να καίνε πάνω στο μηρό του. Δεν είναι ότι φοβόταν τον θυμό της Τζίνας μόνο. Ντρεπόταν για τον εαυτό του πλέον. Πώς καταδέχτηκε να κάνει τέτοιο πράγμα; Να συμμετέχει στα παιχνιδάκια ενός πλουσίου; Να τολμά να σου κάνει τέτοιες προτάσεις ένας άγνωστος και να τις δέχεσαι; Τώρα τι θα μπορούσε να γίνει; Να το δώσει πίσω; Τώρα η ζημιά είχε γίνει. Να περιμένει την Τζίνα, να την πάρει να φύγουνε, να φύγουνε μακριά και να μην ξαναπατήσουν ποτέ σ’ εκείνο το μέρος. Ιούνιος 2015 | Τεύχος 7 | Ανθρώπων Έργα 395