Ανθρώπων Έργα Ιούνιος 2015 | Page 350

Ανθρώπων Έργα “Ο τυχαίος θάνατος ενός ξένου” Γράφει η Μηλέβα Αναστασιάδου Ο μπαμπάς σκοτώθηκε. Δεν υπάρχει πια. Κανείς δεν τον θυμάται πια εκτός από εμένα και τη μαμά. Κι η μαμά νομίζω ότι σιγά σιγά τον ξεχνάει. Κανείς δεν ασχολήθηκε με το θάνατό του. Ούτε καν η αστυνομία που ήταν κι η δουλειά της να ασχοληθεί. Ήταν βέβαια αναγκασμένοι να έρθουν για να διερευνήσουν το συμβάν. Αρχικά μας διαβεβαίωσαν ότι πρόκειται για αυτοκτονία. Η μαμά δεν τους πίστεψε από την αρχή και την θυμάμαι να φωνάζει με μανία ότι ο μπαμπάς ποτέ δεν θα μας εγκατέλειπε με την θέλησή του. “Δεν κάναμε τόσες θυσίες για να τα παρατήσουμε έτσι.” “Τι θυσίες κάνατε δηλαδή;” την ρώτησε ο αστυνομικός απέναντί της ατάραχος. Υποθέτω ότι οι αστυνομικοί αντιμετωπίζουν τέτοια περιστατικά καθημερινά, οπότε δεν είναι παράξενο να παραμένουν ατάραχοι απέναντι στην οργή και τον πανικό των φυσιολογικών ανθρώπων, αλλά ακόμα κι εγώ που είμαι πολύ μικρός κατάφερα να διακρίνω το ειρωνικό μειδίαμα του αστυνομικού που προφανώς απευθυνόταν στον συνάδελφό του. Αυτή η ανεπαίσθητη σύσπαση των χειλιών ήταν αρκετή για να με κάνει να θυμώσω. Μέχρι εκείνη την στιγμή είχα φανεί πολύ ψύχραιμος, για το χατήρι της μαμάς. Όρμησα στον 350 Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 7 | Ιούνιος 2015 Ανθρώπων Έργα αστυνομικό και τον χτυπούσα με όλη μου την δύναμη η οποία όμως δεν ήταν αρκετή για να εμποδίσει τον μεγαλόσωμο άντρα να με κάνει πέρα με ένα απλό κούνημα του δεξιού του χεριού. “Σύνελθε μικρέ” μου είπε, σκύβοντας προς το μέρος μου. “Καταλαβαίνω ότι ζορίζεσαι, αλλά αν το ξανακάνεις δεν θα είμαι τόσο ευγενικός μαζί σου.” Τότε ήταν που η μαμά έβαλε τα κλάματα. Ανάμεσα σε λυγμούς, σκουπίζοντας τα δάκρυά της αραιά και που όταν πια την τύφλωναν τόσο πολύ που δεν έβλεπε μπροστά της, χαμηλόφωνα διηγήθηκε στους δυο αστυνομικούς την περιπέτειά της. Ήθελε να μιλήσει για το πώς η φτώχεια την ανάγκασε να εγκαταλείψει τον τόπο της και να ψάξει για τη τύχη της εδώ, τους τόνισε πως είμαστε πια “νόμιμοι” και πως με το νόμο δεν έχουμε προβήματα, ούτε θέλαμε ποτέ να έχουμε. Εκείνοι όμως δεν επιθυμούσαν λεπτομέρειες, ήταν σαφείς ως προς αυτό. Τα είχαν ξανακούσει αυτά άλλωστε από πολλούς ακόμα. Δεν άντεχαν μια ακόμα δακρύβρεχτη ιστορία στις τρεις τα ξημερώματα. “Μ’αυτόν τον αλήτη να μην ξανακάνεις παρέα, μ’ακούς;” Ο μικρός έδειχνε να μην καταλαβαίνει γιατί έπρεπε να διακόψει τα πάρε-δώσε με τον καλύτερό του φίλο, αλλά έγνεψε καταφατικά ότι ακούει. Η Μαρία είχε τους λόγους της που δεν ήθελε το παιδί της να έχει πολλά πολλά με τον γιο των ξένων. Είχε δει τ