Ανθρώπων Έργα Ιούνιος 2015 | Page 272

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα “Πέτρινη Ανθρωπιά” Γράφει η Κωνσταντίνα Καντζιού λογική του ενήλικα προσπαθούσα να αναθιβάλω τις στιγμές αυτές ως ένα πορτρέτο παιδικών αναμνήσεων. Ήταν Κυριακή και οι μυρωδιές από την κουζίνα της μητέρας μου σεργιάνιζαν στο σαλόνι σαν δελεαστικές αύρες που σε τραβούσαν προς την κουζίνα. Ο πατέρας μου πάντοτε αυτή την μέρα έβρισκε λίγο χρόνο και διάβαζε την εφημερίδα του καθισμένος στην παλιά πολυθρόνα, βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή. Μόλις η μητέρα ανακοίνωνε πως το τραπέζι ήταν έτοιμο με εκείνη την κελαριστή μα συνάμα γλυκιά λαλιά της ο πατέρας δίπλωνε την εφημερίδα δύο φορές, με κοιτούσε όλο νόημα και πιάνοντας με από τον ώμο κατευθυνόμασταν προς το διπλανό δωμάτιο. Το τραπέζι κάθε Κυριακή ήταν όπως το περιέγραφε η μητέρα μου “κάτι κοντά στο πλουσιοπάροχο”, μια φράση που πάντα ακολουθούταν από ένα πεταχτό γελάκι του πατέρα μου. Μέσα σε αυτή την απειροελάχιστη στιγμή εκδηλωνόταν η στιγμιαία ειρωνεία για την λιτότητα του τραπεζιού και μέχρι το τέλος του γεύματος δεν αναφερόταν κάτι σχετικό ξανά. Παρά την νοστιμιά του σπιτικού φαγητού οι δύο σύντροφοι το γεύονταν με δυσπιστία και άχθος, ωστόσο εγώ αυτό το ανακάλυψα πολύ αργότερα όταν με την τετραγωνισμένη Εκείνη την Κυριακή ήταν που ο πατέρας μου με ρώτησε κάτι που σημάδεψε την συνείδηση μου, έδωσε ένα καλούπι πεποιθήσεων έτοιμο προς σμίλευμα στα παιδικά μου χέρια. Η μητέρα μου έπλενε δίπλα του τα πιάτα όταν η ερώτηση σαν ξαφνική φωτοβολίδα έσκασε στον αέρα. “Θες να πετάξεις;” Θα ήμουν δεν θα ‘μουν πέντε χρονών τότε, όταν με θέρμη και ευχαρίστηση του βροντοφώναξα: “Ναι, θέλω να πετάξω μέχρι τα πιο μακρινά σύννεφα!”, η μητέρα μου γύρισε αρμονικά και με κοίταξε λες και τα λόγια μου της έφερναν την ύστατη ευτυχία. Εκ είν ο ς μου χαμογ έ λασ ε απρόσκοπτα και με πήρε στην αγκάλη του. Έπειτα με κάθισε στο δεξί του γόνατο και περιδιάβηκε το τραχύ του χέρι ανάμεσα από τα μαλλιά μου. 272 Ανθρώπων Έργα | Τεύχος 7 | Ιούνιος 2015 Ιούνιος 2015 | Τεύχος 7 | Ανθρώπων Έργα 273