Ανθρώπων Έργα Απρίλιος 2015 | Page 214

Ανθρώπων Έργα Ανθρώπων Έργα Δύο φορές την μέρα, ο Αντώνης κατέβαινε στη αποθήκη. Τότε η Ναταλία του μιλούσε τρυφερά, του έλεγε πόσο πολύ τον αγαπούσε, πως ο φόνος που είχε διαπράξει δεν ήταν ικανός να χαλάσει την όμορφη σχέση που είχαν. Σιγά-σιγά ο Αντώνης μαλάκωνε. Άρχισε να φέρνει στη αποθήκη τα αγαπημένα της φαγητά και έτρωγαν μαζί. Το σχέδιο της Ναταλίας προχωρούσε κανονικά. Κάποια μέρα της έλυσε τα πόδια. “Δεν θέλω να σε πονάω” της είπε και αυτή τον γέμισε με φιλιά. Έπρεπε ο ίδιος να πιστέψει πως τον αγαπούσε αληθινά. Ακόμα και αν μέσα της τον μισούσε με όλη της την καρδιά. Αντώνη και βγήκε από την αποθήκη. Πριν να φύγει από το σπίτι, τηλεφώνησε στη αστυνομία. Έδωσε τα στοιχεία της, την διεύθυνση του σπιτιού όπου βρισκόταν και κατήγγειλε την δολοφονία που διέπραξε ο Αντώνης. Βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει. Τα μάτια της, συνηθισμένα στο σκοτάδι της αποθήκης, δεν άντεχαν τον δυνατό ήλιο και δάκρυζαν. Τα πόδια της ήταν αδύναμα από την αλυσίδα που ήταν δεμένα τόσες μέρες και πονούσαν. Μα αυτή συνέχιζε. Έπρεπε. Έπρεπε να ξεφύγει από τον εφιάλτη που ζούσε. Δεν τα κατάφερε. Ο Αντώνης ξύπνησε και οργισμένος για την απουσία της Ναταλίας, άρχισε να την αναζητάει στο δρόμο με ένα μαχαίρι. Τον είχε προδώσει με τον χειρότερο τρόπο. Θα την σκότωνε μόλις την έβρισκε. Την βρήκε να πίνει νερό σε μία βρύση. Την έπιασε από τα μαλλιά και την έσυρε πίσω στο σπίτι. Η Ναταλία ένοιωθε να πλησιάζει το τέλος. Πάλεψε μαζί του για να του αρπάξει το μαχαίρι. Ή θα την μαχαίρωνε ή θα τον μαχαίρωνε. Ο Αντώνης όμως ήταν πιο δυνατός από αυτήν. Την μαχαίρωσε στο πόδι. Η Ναταλία έκλαιγε και αυτός γελούσε. Μετά την μαχαιριά στο πόδι, ακολούθησε και άλλη, αυτή τη φορά στο χέρι. Είχε έρθει η στιγμή που η Ναταλία θα έβαζε σε εφαρμογή το δεύ