Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 39

39 πια δε θύμιζε τους δρόμους της Αθήνας . Όταν ρώτησα τον οδηγό , ποιος ήταν ο προορισμός μας , μου απάντησε πως θα πηγαίναμε σε κάποιο χωριό . Δε ξαναρώτησα τίποτα . Άλλωστε υπήρχε ανάγκη . Ύστερα από ώρα το αυτοκίνητο σταματά έξω από ένα πέτρινο σπίτι . Ο οδηγός , δίχως να πει τίποτα , μου δίνει το κλειδί αυτού του σπιτιού . Μπαίνω μέσα και την προσοχή μου προσελκύει ένα ολόσωμο πορτρέτο , ενός άνδρα , πάνω στο μεγάλο πέτρινο τζάκι του σαλονιού . Πλησιάζω το πορτρέτο και το παρατηρώ Ο άντρας μπρος μου ήταν ώριμος , με αισθητά τα σημάδια του χρόνου . Ήταν λεπτός . ισχνός , ασκητική μορφή . Είχε πράσινα και ξεθωριασμένα από το χρόνο μάτια και γκρίζα μαλλιά – του έδιναν γοητεία – Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφος , ωστόσο τα μάτια του σε μαγνήτιζαν . Η ένδυσή του ήταν λιτή , δίχως όμως να είναι απεριποίητη . Στην είσοδο του σπιτιού καταφτάνει ο οδηγός που με έφερε εδώ . - Τα πράγματά σας . Ό , τι έχετε ανάγκη θα το λέτε σε μένα και θα το ικανοποιώ . Ο κύριος Ορέστης έδωσε εντολές . - Μα είπες πως ήταν ανάγκη , μουρμούρισα . - Είναι . Ο κύριος Ορέστης είπε να μείνετε εδώ και θα έρθει να σας δει , όταν πρέπει . Δεν ξέρω περισσότερα να σας πω . - Ποιος είναι ο άνδρας του πορτρέτου ; - Ο κύριος Ορέστης . Ο άνδρας έφυγε και εγώ έμεινα πίσω , γεμάτη ερωτήματα . Όμως δεν είχα που αλλού να πάω . Και επιπλέον εδώ μου άρεσε . Έμοιαζε με το σπίτι που ονειρευόμουν . το δικό μου σπίτι . Ο Ορέστης , θα έρθει να με και τότε όλα θα ξεκαθαρίσουν . Ο Ορέστης είναι ο μόνος που έχω πια και τώρα ζω στο σπίτι του … ΣΕ ΙΕΡΟ ΧΩΜΑ Είχα ένα σπίτι δικό μου και έπρεπε να το εξερευνήσω . Να μάθω και την παραμικρή λεπτομέρειά του , γιατί νιώθω πως θα μείνω εδώ για πάντα . Είναι ένα μικρό και πέτρινο σπίτι . Με ένα μακρόστενο και λιτό χολ . Εκεί όπου στέκει σαν ξένος και βγάζει το καπέλο του , ο άνεμος . Με μια μικρή τετράγωνη κουζίνα , με ένα μεγάλο παράθυρο με πρεβάζι . Εκεί θα βάλω μια τριανταφυλλιά . Μια τετράγωνη κουζίνα , εκεί κάθεται ο κύρης της φωτιάς που πίνει τον καφέ του . Με ένα χτιστό σαλόνι . Ένα σαλόνι χτιστό , με κεραμιδί μαξιλάρια και το πορτρέτο του Ορέστη . Μια κρεβατοκάμαρα , με επίσης χτιστό κρεβάτι – δίπλα του υπάρχει μια φωτογραφία μιας κοπέλας , ίσως είναι η Δανάη , η κόρη του Ορέστη - . Και μια μπαλκονόπορτα που βλέπει στο δάσος . Το δάσος του πεύκου και των κουκουναριών . Και ένα τζάκι , που ανάβει και ζεσταίνει την καρδιά μου . Αυτό είναι το σπίτι μου . Και βρίσκεται σε ιερό χώμα , γιατί είναι το μέρος όπου η πηγή του γήρατος , δε σβήνει τη φωτιά της νιότης . Γιατί φοβάμαι . φοβάμαι να γεράσω . Είναι νωρίς να μιλώ για το γήρας . μα το νιώθω παντού . Και δεν είναι το γήρας του σώματος που με τρομάζει . Είναι η ψυχή αυτού