Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 28

28 πέντε-έξι να τον βαράνε με μανία , ωσότου να ματώσουνε τα πόδια του και να του λένε « να μάθεις σκουλήκι ». Ο Γιάννης μόνο ούρλιαζε από τους πόνους και περίμενε να φύγουν . Ο ήλιος μεσουρανούσε και ο Γιάννης ένιωθε νεκρός , βλέποντας τα τέρατα με τα μαύρα να φεύγουν … Όταν ξύπνησε , ήταν βράδυ και το γνωστό κρύο της Αθήνας σκέπαζε την πλατεία . Το πρώτο πράγμα που είδε , όταν άνοιξε τα μάτια του , ήταν μια γυναίκα με μπούρκα να του σκουπίζει τα αίματα από το πρόσωπο . Ο Γιάννης χαμογέλασε . Λεγόταν Φατμέ και ερχόταν από τη Συρία . Έχασε όλη της την οικογένεια , όταν μια βόμβα καταπλάκωσε το σπίτι τους . Η ίδια ταξίδεψε έγκυος και γέννησε μόλις χθες μέσα στη θάλασσα και σήμερα ήταν εδώ . Ήξερε ελληνικά , μιας και ήταν δασκάλα ξένων γλωσσών στην πατρίδα της , οπότε μπορούσαν να συνεννοηθούν . Ο Γιάννης δεν έχασε άλλο χρόνο και άρχισε να ρωτά τη Φατμέ πώς θα μπορούσε να φύγει στο εξωτερικό , να πάει στα παιδιά του . Η Φατμέ του είπε πως μπορεί να τον βοηθήσει να επιβιβαστεί κρυφά σε ένα πούλμαν που μεταφέρει ανθρώπους στα σύνορα . Από εκεί θα μπει σε τρένο και θα φτάσει στο Μόναχο . Και ποιο θα ήταν το τίμημα , αναρωτήθηκε . Η Φατμέ του απάντησε πως δεν ήθελε τίποτε . Ήξερε πόσο πολυπόθητη είναι μια βοήθεια να φύγει κάποιος από μία χώρα και δεν ήθελε αντάλλαγμα . Ο Γιάννης δάκρυσε ξανά . Πρώτα ευχαρίστησε τη Φατμέ , της έσφιξε το χέρι με τρυφερότητα κι ύστερα ύψωσε τα χέρια του στον σκοτεινό ουρανό και είπε : « Δόξα σοι ο Θεός !» Το πρωί ήρθε γρήγορα . Η Φατμέ τον ξύπνησε και πήγαν μαζί στο πούλμαν . Όταν ο αστυνόμος δεν έβλεπε , ο Γιάννης χώθηκε στον χώρο των αποσκευών και κλείστηκε πίσω από κάποια κουτιά . Ύστερα από λίγο ένιωσε το όχημα να κινείται . « Σκοτάδι », σκέφτηκε . Πρώτη φορά το σκοτάδι δεν του έκανε κακό . Γιατί ήταν σκοτάδι που σε λίγο θα γινόταν φως . Το φως της λύτρωσης , της ελευθερίας . Βρήκε σε μία κούτα ένα παλτό . Έβγαλε το δικό του , που 4 χρόνια τώρα δεν το αποχωριζόταν . Η ώρα περνούσε . Σε λίγο το αυτοκίνητο σταμάτησε . Άκουσε κόσμο να κατεβαίνει . Ύστερα τη φωνή της Φατμέ να του φωνάζει να βγει . Ο Γιάννης άνοιξε προσεκτικά την πόρτα , κοίταξε μια τελευταία φορά το παλτό του και βγήκε έξω . Περπάτησαν για λίγη ώρα κι ύστερα βρέθηκαν σε ένα χωράφι με σκηνές και κόσμο πολύ . Εδώ , η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη από την πλατεία . Ο Γιάννης και η Φατμέ κούρνιασαν σε μία φτηνιάρικη σκηνή , σχεδόν τρύπια , μαζί με το νεογέννητο μωρό της Φατμέ . Το κρύο ήταν δυνατό και το μωρό έκλαιγε . Ο Γιάννης έβγαλε το παλτό και σκέπασε το μικρό πλασματάκι . Το επόμενο πρωί ήταν η μέρα που έπρεπε να ανοίξουν τα σύνορα . Όμως , οι πρόσφυγες θα εκπλήσσονταν , καθώς για μία ακόμη μέρα τα σύνορα θα παρέμεναν κλειστά . Ο Γιάννης άρχισε να