Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 27

27 έπαιξε και έχασε … « Δεν πειράζει . Ας τους έχει ο Θεός καλά » σκέφτηκε . Κι ήταν πάντα το ίδιο αγαθός . Ποτέ του μνησίκακος . Κι ήταν αυτός του ο χαρακτήρας , που τον ρήμαξε μέσα σε αυτή την άθλια , την κακιά την Αθήνα . Κι όμως ήξερε πως έτσι μόνο θα κερδίσει γαλήνη κι ηρεμία . Ή , όπως το λένε οι δεσπότες , « σωτηρία ψυχής »… Ο δρόμος άρχισε να γίνεται κατηφορικός . Σε λίγο , ήταν κιόλας στην πλατεία Βικτωρίας . « Χριστέ μου !» είπε με μιας … Γυναίκες , νεογέννητα μωρά , άνδρες και μικρά παιδιά . Όλοι σε μια πλατεία στοιβαγμένοι , λες και ήταν τα σκουπίδια που ξεφόρτωσε το απορριμματοφόρο της ζωής σε τούτη την ταλαίπωρη γωνιά της γης … Τα παιδιά είχαν πυρετό και κυλιόντουσαν σε λάσπες . Άλλες μανάδες έπλεναν τα παιδιά τους με μπουκάλια από νερό και ό , τι περίσσευε τους το έδιναν να ξεδιψάσουν . Και τι να πεις για τους κατοίκους της περιοχής . Κι αυτοί πονάνε σαν βλέπουν την περιοχή τους έτσι και περιορίζουν τη ζωή τους . Ο Γιάννης βάζει ξανά τα κλάματα . Οι σκέψεις του πλέον είναι τόσο δυνατές που ξεγλιστρούν κάτω από το στόμα του « Αυτή τη χώρα φτιάξαμε ;». Τότε , κατάλαβε ότι η χώρα του δεν έτρωγε μόνο τις δικές της σάρκες , αλλά και τις ξένες … Οι σκέψεις ξαφνικά χάθηκαν σαν σύννεφο από μπροστά του και αποφάσισε να ψάξει να βρει ποιος είναι ο κύριος εδώ που πουλά τη σωτηρία ! Κάθισε να ξαποστάσει δίπλα σε μια σκηνή , να παρατηρήσει καλύτερα τις καταστάσεις . Από τη μια ο πόνος , η δυστυχία και από την άλλη , παράμερα , έβλεπες το κακό . Το κακό που πουλάει ουσίες , που εκπορνεύει τους ταλαίπωρους για να τους δώσει ένα πιάτο φαί , που διακινεί τα όπλα πίσω από τη δυστυχία … Ο Γιάννης κάρφωσε τα μάτια του σε μία τριάδα βλοσυρών μαύρων . Αντάλλασσαν κάτι χαρτιά και δεσμίδες με ευρώ . Μετά , σακούλες με διάφορα μέσα . Ξαφνικά , ο ένας από τους τρεις είδε τον Γιάννη που τους κοίταζε επίμονα . Ο Γιάννης κατάλαβε πως « οι τυχεροί » που είχε ακούσει στην Ομόνοια , ήταν απλά θύματα εκμετάλλευσης του ίδιου τους του πόνου . Προσπάθησε να κάνει τον αδιάφορο , αλλά οι τρεις άρχισαν να τον πλησιάζουν απειλητικά . Ο Γιάννης τρομαγμένος προσπάθησε να φύγει , όταν ξαφνικά … Κάτι σαν κραυγές από την κόλαση , ουρλιαχτά από ζώα και διαόλους μαζί , ιαχές που δεν ξεχώριζες αν είναι οι ορδές του Αττίλα ή άνθρωποι του 21ου αιώνα . Από ένα σοκάκι , τα « τέρατα με τα μαύρα », όπως τους είχε ονομάσει , όταν τους είχε ξαναδεί , πρόβαλαν με τα γνωστά πρόσωπα . Κρατούσαν ξύλα , ρόπαλα και λυσσομανούσαν σαν ανήμερα θεριά . Και το χειρότερο , κράταγαν ελληνικές σημαίες και έλεγαν ότι στο όνομά τους κάνουν ό , τι κάνουν . Τα τέρατα όρμησαν στην πλατεία . Άρχισαν να χτυπούν , να διώχνουν , να σπάνε , να βρίζουν και μέσα σε όλα να φωνάζουν « Ζήτω η Ελλάς ». Ο Γιάννης πιάστηκε και αυτός- τι κι αν ήταν Έλληνας ; - και άρχισαν