Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 26

26 κάποιους εκεί να λένε για τον χαμό που γίνεται στην πλατεία Βικτωρίας με τους πρόσφυγες . Εκεί , λέει , κάποιοι τυχεροί γλιτώνανε τη φτώχια και τραβούσαν για την Ευρώπη να κάνουν εκεί την τύχη τους . Ο Γιάννης , μισοζαλισμένος και ημιλιπόθυμος από την πείνα , αναθάρρεψε και το πρόσωπό του χαμογελούσε ύστερα από πολύ καιρό . « Η ευκαιρία μου να μην πεθάνω », είπε μέσα του . Έκανε τον σταυρό του και άρχισε να τραβά για την πλατεία Βικτωρίας . Οι βρώμικοι δρόμοι της Αθήνας , γεμάτοι από πόρνες , βαποράκια , λαθρεμπόρους , τώρα του φαίνονταν όμορφοι . Ήταν πλέον για αυτόν οι δρόμοι για τον Παράδεισο . Ούτε μία στιγμή ! Ούτε μία στιγμή δε σταμάτησε να λέει από μέσα του « Δόξα σοι ο Θεός ». Τα μάτια του δάκρυζαν και τα πόδια του , αδυνατισμένα , τώρα ήταν στητά και τραβούσαν γρήγορα για τη σωτηρία . Ο Γιάννης κάποια στιγμή σταμάτησε . Όχι από κούραση , μήτε από εξουθένωση , αλλά από αγαλλίαση . Νόμιζε πως άκουγε τον Ακάθιστο , τον αγαπημένο του ύμνο . Κοντοστάθηκε . Ύψωσε τα χέρια του στον καταγάλανο Αττικό Ουρανό και πριν προλάβει να μιλήσει , το γλυκό αεράκι που τόσες φορές είχε ονειρευτεί , τον διαπέρασε και τον δρόσισε , σαν αυγουστιάτικη δροσοσταλίδα του Αιγαίου . Τότε , φώναξε : « Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου ! Ευχαριστώ … Ευχαριστώ ...» Είδε τα πρόσωπα των περαστικών να τρομάζουν και να φεύγουν . Δεν τον ένοιαζε . Το μόνο που ήθελε ήταν να προφτάσει να πάει στην Βικτωρίας και να μάθει , να προλάβει , να λυτρωθεί . Στον νου του δεν είχε κανέναν άλλον παρά τα παιδιά του . Πόσο ήθελε να τα δει ; Το μόνο εισιτήριο για να τα βρει ήταν να βγει από το κολαστήριο του και η ευκαιρία του ήταν μπροστά ! Συνέχισε να βαδίζει γοργά , να χαίρεται κάθε δευτερόλεπτο και να δοξάζει τον Θεό για το μεγάλο δώρο που του έκανε . Τότε , θυμήθηκε και τους στίχους από το αγαπημένο του τραγούδι . Ούτε που θυμάται πια τον τραγουδιστή . Θυμάται μόνο τους στίχους … « Μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω ». Ύστερα τού ξύπνησαν και άλλες μνήμες . Χρόνια πριν , όταν όλη η Ελλάδα παθιαζόταν και ζητούσε με αγωνία μια « Αλλαγή », τότε , που ξημεροβραδιαζόταν στα γραφεία του κόμματος , με ένα-δυο πακέτα τσιγάρα και μια μπύρα . Συζητήσεις , σχέδια , όνειρα για το μέλλον , φιλίες που τις έλεγες αληθινές . Κι ύστερα στους δρόμους να κρεμάσει σημαίες και συνθήματα . Για τους άλλους ήταν σημαίες και συνθήματα ενός κόμματος και μιας ευκαιρίας για πλούτο . Για τον ίδιο , ήταν αξίες και ιδανικά . Τα χρόνια όμως πέρασαν , οι φίλοι τού γύρισαν την πλάτη . Σκαρφάλωσαν σε καρέκλες και γραπώθηκαν επάνω . Οι σημαίες έγιναν στάχτη και τα ιδανικά , κουρέλια … Οι υποσχέσεις έδιναν και έπαιρναν , τα δάνεια , οι προσλήψεις . Ο Γιάννης γοητεύτηκε ,