Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 171

Ο πορτοκαλοκίτρινος πλάτανος στο κέντρο της πλατείας Από κάτω έβαλα όλο το χωριό να πίνει και να γλεντάει Δίπλα σχεδίασα παιδιά να παίζουν μπάλα. Πήρα ένα χαρτί και ζωγράφισα έναν χειμώνα Ένα φωτισμένο καραβάκι δίπλα στο τζάκι Τα κουλουράκια στο φούρνο να ψήνονται Όλοι αυτοί που αγαπώ γύρω από ένα τραπέζι. Πήρα ένα χαρτί και ζωγράφισα μια χώρα Η φορτωμένη κληματαριά στην άκρη Δίπλα σχεδίασα παιδιά να παίζουν μπάλα Όλο αυτοί που αγαπώ γύρω από ένα τραπέζι Και πάνω απ’ όλα αυτά έβαλα τον ήλιο. Ήταν μια χώρα, μια πολύ ωραία χώρα! Ήταν η Ελλάδα. 48. Ξημερώνοντας, Λιόση Ελένη-Άννα, Σ. Σ. Αυγουλέα Λιναρδάτου Έρημοι οι δρόμοι της ψυχής και στο σκοτάδι τριγυρνά μια καρδιά τσακισμένη. Και τώρα μόνη της ένα φως αναζητά. Όμως, χάνεται εκεί στα σκοτεινά μες τις φουρτούνες της θαλάσσης στα απέραντα βουνά. Τώρα το σώμα μετανιωμένο ψάχνει να βρει την πληγωμένη του καρδιά για να της δώσει πάλι πίσω τη ζωή που της χρωστά. Περιπλανώμενοι ξανά μες της ψυχής τους τα στενά μπερδεύονται και πάλι στα δίχτυα της αράχνης. Απελπισμένοι πια κι οι δυο, φεύγουν για δρόμο μακρινό. Όμως, κοίτα θα το δεις που η μοίρα θα φανεί και θα βρεθούν ξανά μαζί. Και να, μες στα σκοτεινά της πόλης και μες στην ερημιά ένα φως ξεπρόβαλε από το πουθενά. Ζέστη μεγάλη αισθάνθηκε, ο ιππότης της καρδιάς κι εμφανίστηκε το σώμα μπροστά του ξαφνικά, ώσπου τους βρήκε το ξημέρωμα αγκαλιά... 171