Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 163

163
και τότε έτρεξα να βρω τη Λαρίσσα για να της δώσω τα ρούχα . Εκείνη με αναγνώρισε και έτρεξε να με αγκαλιάσει . Μπορώ να πω πως παραξενεύτηκα με την τόση οικειότητά της , αλλά δεν μπορώ να πω πως δεν μου άρεσε . Για πρώτη φορά μπήκαμε στη σκηνή τους και οι γονείς της μας ευχαρίστησαν και πάλι , άνοιξαν τις σακούλες και η χαρά και η ευγνωμοσύνη τους δεν περιγράφεται με λόγια . Εκείνη την ημέρα , όμως , είχαμε κανονίσει με τη Λαρίσσα να ολοκληρώσουμε την προηγούμενη συζήτησή μας . Για άλλη μια φορά μιλούσαμε για ώρες ολόκληρες για διάφορα θέματα . Αυτή τη φορά αισθάνθηκα πως είχαμε έρθει πιο κοντά από την προηγούμενη συνάντησή μας . Ο μπαμπάς δεν είπε εάν θα ξαναπηγαίναμε το επόμενο Σαββατοκύριακο και ανησύχησα πολύ . Μόλις φθάσαμε στο σπίτι , τον ρώτησα γεμάτη απορία εάν γίνεται να ξαναπάμε και μου είπε πως θα το μάθω την επόμενη Παρασκευή . Νόμιζα δεν θα άντεχα εάν δεν την έβλεπα και το επόμενο Σάββατο . Τη θεωρούσα πια φίλη μου και δεν μπορούσα να την αποχωριστώ εύκολα . Οι μέρες περνούσαν σαν το ρυάκι που έχουμε έξω από το σπίτι στο χωριό . Ήταν πια Παρασκευή και περίμενα με ανυπομονησία τον μπαμπά να επιστρέψει . Αυτή τη φορά άκουσα το κλειδί στην πόρτα και έτρεξα κοντά του . Μου είπε να καθίσω και τότε σκέφθηκα πως ο μπαμπάς μας λέει να καθίσουμε , μόνο όταν έχει κάτι πολύ σοβαρό να μας πει . Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νομίζω πως ακουγόταν μέχρι το σπίτι των γειτόνων . « Μάλλον , δεν θα έχει καλά νέα , δεν θα ξαναδώ τη φιλεναδίτσα μου ». Τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου . Ξαφνικά , άκουσα τον μπαμπά να λέει « Μην έχεις αρνητικές σκέψεις , θα τη δεις ξανά τη Λαρίσσα ». Μα πώς ήξερε τι σκεφτόμουν ; Τελικά , μήπως είναι μυστήρια πλάσματα και οι μπαμπάδες ; Φτάσαμε λοιπόν για άλλη μια φορά στη σκηνή της Λαρίσσα , όμως δεν ήταν σαν τις άλλες φορές . Δεν έτρεξε να με αγκαλιάσει και δεν φωτιζόταν το πρόσωπό της από το αστραφτερό χαμόγελό της . Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί , μόνο ο μπαμπάς ήξερε , γιατί μιλούσε με τους γονείς της . Δεν έχασα την ευκαιρία και την πλησίασα ακόμα πιο θερμά . Πριν προλάβω να την ρωτήσω οτιδήποτε , δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπό της και τα καταγάλανα μάτια της έγιναν κατακόκκινα . Τρόμαξα περισσότερο … - Τι έχεις Λαρίσσα μου ; τη ρώτησα . Μήπως δεν σου άρεσαν τα ρούχα μου ; -Όχι , μου απάντησε εκείνη . -Μήπως τσακώθηκες με τους γονείς σου ; -Όχι , μου απάντησε ακόμα πιο λυπημένα , μακάρι να ήταν αυτό ! -Τότε , γιατί κλαις και στενοχωριέσαι ; - Γιατί θα φύγουμε .. - Πού θα πάτε ; τη ρώτησα όλο απορία . - Μάλλον στη Γερμανία για μια καλύτερη ζωή , μου είπε και με αγκάλιασε . -Γιατί , δεν σου αρέσει εδώ ; - Δεν είναι γι ’ αυτό … απλά ... Τη διέκοψε ο πατέρας της και μου