Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 153

δεν ήμουν απ' αυτούς που είχαν πολλούς φίλους. Αφού αποχωρίστηκα το κρεβάτι μου, κατέβηκα κάτω. Τώρα πια δεν είχα κανέναν να λέω καλημέρα. Ο πατέρας έφευγε τα χαράματα για να προλάβει το λεωφορείο για τη δουλειά. Με μηχανικές κινήσεις έφτασα στην πόρτα του σπιτιού. Πάντα βάζω τα ακουστικά μου. Δεν μ' αρέσει να ακούω τα προβλήματα του κόσμου, έχω γεμίσει με τα δικά μου. Προτιμώ να βυθίζομαι στη μουσική και να ταξιδεύω με μελωδίες. Το καινούριο μου σχολείο ήταν δύο τετράγωνα από το σπίτι. Αρκετός χρόνος για να σκεφτώ πώς θα παρουσιαστώ στην τάξη. Ακόμα περπατούσα, όταν ξαφνικά άκουσα το κουδούνι. Τότε, κατάλαβα ότι έπρεπε να τρέξω. Συνέχιζα να τρέχω, αλλά ένιωθα ότι έμενα στο ίδιο σημείο. Τα πόδια μου άρχισαν να μουδιάζουν και τα πάντα γύρω μου να χάνονται. Έπεφτα, συνεχώς έπεφτα. Δεν μπορούσα να σώσω τον εαυτό μου. Ήμουν αδύναμη. Η μουσική συνέχιζε να παίζει στα αυτιά μου και ο ρυθμός της να διαπερνάει κάθε μέρος του σώματός μου. Όλα σταμάτησαν ξαφνικά και άνοιξα με τόση ευκολία τα μάτια μου σαν όλη την ώρα εγώ να τα κρατούσα κλειστά. Όλο το σχολείο βρισκόταν από πάνω μου. Κάνεις δεν προσφέρθηκε να με βοηθήσει ή έστω να νοιαστεί. Όλοι απομακρύνθηκαν και τότε ένας μαθητής με πλησίασε και μου έδωσε το χέρι του για να μπορέσω να σηκωθώ. Ήταν ψηλός, με πράσινα μεγάλα μάτια και καστανά μαλλιά. Ήμουν τόσο ζαλισμένη που όσο μου μιλούσε, εγώ δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα. Άρχισα να νιώθω καλύτερα και ο ίδιος με ρώτησε αν ήμουν καλά. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και αυτός χαμογέλασε . ''Μπορώ να σε βοηθήσω να πας στην αίθουσά σου '' μου είπε. Εκείνη τη στιγμή ανακουφίστηκα ακόμα περισσότερο. Όσο περπατούσαμε στους διαδρόμους, όλοι μας κοίταζαν περίεργα. Τότε, κατάλαβα πως δεν άνηκα και ότι ποτέ δεν θα ήμουν ευπρόσδεκτη σε εκείνο το σχολείο. Συνέχιζαν όλα τα μάτια να είναι καρφωμένα πάνω μας, ώσπου ο νεαρός μου είπε ''Εδώ είναι η αίθουσά σου''. Γύρισα το κεφάλι μου και αντίκρισα μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. ''Συνάντησέ με στην είσοδο, αφού σχολάσουμε'' μου ψιθύρισε και έφυγε. Προσπάθησα να του πω να περιμένει, αλλά οι λέξεις δεν μπορούσαν να βγουν από το στόμα μου. Ήθελα να ρωτήσω το όνομά του. Η ώρα του μαθήματος με βοήθησε να ξεχάσω το πρωινό συμβάν. Όταν επιτέλους τελειώσαμε, έτρεξα στην πύλη του σχολείου. Αυτός ήταν εκεί, μόνος. Τον πλησίασα και είπα '' Δεν μου έχεις πει το όνομά σου''. Χαμογέλασε και μου απάντησε ''Νίκος. Χάρηκα για τη γνωριμία, Σοφία''. Παραξενεύτηκα πολύ. Πώς γίνεται να ήξερε το όνομά μου; Στον δρόμο προς το σπίτι μού εξήγησε ότι όλο το σχολείο μιλούσε για μένα. Επίσης, μου εξομολογήθηκε ότι δεν είχε πολλούς φίλους από 153