Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 139

“Καλά είμαι” είπε, αν και ήταν φανερό το ότι έλεγε ψέματα, όμως η μητέρα της δεν ήθελε να την πιέσει περισσότερο. Ήξερε πως ένιωθε η κόρη της, το είχε ζήσει με τον πατέρα της Έλλα όταν ήταν ακόμη μικρή. “Εντάξει” της είπε ρίχνοντας ένα καθησυχαστικό χαμόγελο και γυρνώντας για να φύγει. Όμως γύρισε πίσω και είπε στην κόρη της: “Ξέρεις, είναι εντάξει το να μην είσαι καλά”. Και με αυτό έφυγε. Η πόρτα έκλεισε και έμειναν πάλι μόνοι. Ησυχία επικρατούσε στο δωμάτιο, όμως έτσι θυμόντουσαν την ζωή πριν, την ζωή χωρίς έγνοιες, χωρίς πόνο. Ήταν μόνο ο Πέτρος, η Έλλα και η αγάπη τους. Δύο παιδιά που άξιζαν κάτι καλύτερο, όμως δεν παίρνουμε πάντα αυτό που αξίζουμε. Πάντα έτσι ήταν οι συζητήσεις τους, χωρίς λόγια, τα λόγια ήταν περιττά μεταξύ τους. Είχαν αυτό τον περίεργο δεσμό ο οποίος τους επέτρεπε να μπορούν να επικοινωνούν χωρίς λόγια, η ησυχία ήταν αρκετή. Ήταν σαν να τιμούσαν με τον δικό τους τρόπο την χαμένη τους ζωή. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να μιλήσει τελικά κάποιος, έτσι η Έλλα έκανε την αρχή. “Γιατί; Γιατί μου το κάνεις αυτό;” “Κοίτα, όλη μου την ζωή περίμενα για την σωτηρία μου από τους 'δαίμονες' που περίμεναν να με κατασπαράξουν μόλις λίγο πιο πέρα. Όσο περνούσε ο καιρός είχα αρχίσει να χάνω την ελπίδα της σωτηρίας και παραδόθηκα, χωρίς πλέον να νοιάζομαι για το αν υπήρχε ο παράδεισος, καθώς ήξερα ότι ποτέ δεν θα τον έβρισκα. Μέχρι που σε γνώρισα και ο παράδεισος δεν φαινόταν πλέον μακριά. Βρισκόταν ακριβώς μπροστά μου” έκανε μια μικρή παύση και την κοίταξε κατάματα. “Με έσωσες από το σκοτάδι και μου έδειξες τον τρόπο να ζήσω. Πάντα προσπαθούσα να πολεμήσω τους φόβους μου, μέχρι που ήρθες και μου υπενθύμισες κάτι πολύ σημαντικό” “Και τι ήταν αυτό;” ρώτησε η Έλλα με την απορία εμφανή στα χαρακτηριστικά της. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν μίλησε, άφησε λίγη ώρα να σκεφτεί την απάντηση μόνη της, όμως αδυνατούσε να σκεφτεί τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό που του είχε υπενθυμίσει. Όταν δεν έλαβε απάντηση συνέχισε να μιλάει με έναν γλυκό τόνο στην φωνή του, από την οποία ήταν προφανές ότι ήταν έτοιμος να αρχίσει να κλαίει, όμως αυτή την φορά έπρεπε να συγκρατήσει τον εαυτό του, για την Έλλα. “Μου υπενθύμισες ότι είμαι άνθρωπος. Ότι είναι στην φύση του ανθρώπου να δείχνει αδυναμία μερικές φορές. Ότι δεν έπρεπε να προσπαθώ να τις κάνω να εξαφανιστούν, επειδή στο τέλος θα 139