Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου- 3ος διαγωνισμός Αιθέρια παράθυρα-3ο τεύχος | Page 129

129
Όπου πατούσα τα πόδια μου , βούλιαζαν στα λασπόνερα , που είχαν δημιουργήσει έναν ορμητικό χείμαρρο . Την ομπρέλα μου την κρατούσα σαν ασπίδα ελπίζοντας να με προστατέψει από τα ισχυρά βέλη του μανιασμένου ουρανού .
Εν τέλει , έφτασα στην τράπεζα . Μπήκα μέσα πολύ ταλαιπωρημένος από τη διαδρομή , θα ’ λεγες πως έμοιαζα με ναυαγό . Έκατσα με ανακούφιση παράμερα σε ένα μαλακό κάθισμα να ξαποστάσω , περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά μου .
Κάποια στιγμή σηκώθηκα , αφού είχαν ξεκουραστεί - κατά κάποιον τρόπο - τα πόδια μου και στάθηκα στην ουρά . Πρέπει να πέρασε κανένα εικοσάλεπτο πάνω-κάτω που στεκόμουν όρθιος , και που μπροστά μου στεκόταν επίσης ένας κύριος γύρω στα πενήνταπενήντα πέντε , αρκετά εύσωμος και ψηλός . Εγώ κοίταζα από την τζαμαρία της τράπεζας τη βροχή και τον αέρα , που ευτυχώς κάπως ηρεμούσε , ώσπου μια στιγμή άκουσα τ ’ όνομά μου : - « Βαγγέλη !» Γυρίζω το βλέμμα μου , κι ελαφρά τον ώμο μου , και αντικρίζω τον παλιό μου φίλο , από το γυμνάσιο να φανταστείτε , τον Δημήτρη . - « Μήτσο », αναφώνησα μόλις τον είδα , « δεν είναι δυνατόν », « Μήτσο μετά από τόσα χρόνια σε ξαναβρίσκω ….» - « Δεν το πιστεύω » λέει κι ο Δημήτρης , « παιδικέ μου φίλε , τι κάνεις ;» « Χρόνια και ζαμάνια …». Αφού αλληλοασπαστήκαμε , με τα μάτια του ενός να είναι καρφωμένα στα μάτια του άλλου , και λέγοντας ακόμα δυο κουβέντες κάπως τυπικές και στο πόδι , πρότεινα στο Μήτσο , που έτσι τον φωνάζαμε στο γυμνάσιο , να πάμε κάπου ήσυχα να τα πούμε . Την ώρα που το συζητούσαμε , η προοπτική αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η βροχή και η τρομερή κακοκαιρία που μάνιαζε πριν κάποιες ώρες , είχε κοπάσει για τα καλά , και μέσα από τα λευκά και πυκνά σύννεφα είχε ξεπροβάλλει ένας λαμπερός ήλιος που με τις ηλιαχτίδες του ζέσταινε πλέον την ατμόσφαιρα .
Αποφασίσαμε τελικά να πάμε σε ένα ταβερνάκι , στο « Ταβερνάκι του κυρ Ηλία », δυο στενά παρακάτω , όπου σύχναζα εκεί πριν καιρό και είχα αρκετούς φίλους και γνωστούς .
Στο « ταβερνάκι του κυρ-Ηλία », ένα από τα καλύτερα στην περιοχή , γιατί , αν και μικρό , μάζευε πάντα « μεγάλους ανθρώπους ».
Καθώς το κρύο – παρά τον ήλιο – εξακολουθούσε να είναι αρκετά τσουχτερό , εκεί θα βρίσκαμε μια ζεστή φωλιά , γεμάτη θαλπωρή , ό , τι καλύτερο για να γυρίσουμε πίσω στις όμορφες αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας , με τη συνοδεία παραδοσιακών ελληνικών γεύσεων .