Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 77

ακούστηκε μια φωνή μεθυσμένη από το βάθος του μαγαζιού . Αύρισαν όλοι και κοίταξαν τον νεαρό Πταύρο Ζεοδωρίδη που καθόταν εκεί και έπινε από την αρχή του γλεντιού . Ήταν ο γιος του καπνέμπορου Αιάννη Ζεοδωρίδη , ο οποίος σκοτώθηκε στα Πεπτεμβριανά του 1955 στην Ξόλη . ταν πέθανε ο πατέρας του , ο Πταύρος ήταν μόλις 8 χρονών . Ε μάνα του , η κυρά- Γυτυχία , πρόσφυγας από την Ρραπεζούντα του στάθηκε σαν μάνα και πατέρας μαζί . Κπορεί να ήταν φτωχιά , μα σαν ήρθε η ώρα έστειλε το παιδί της στην Ώθήνα να σπουδάσει δικηγόρος . Ν Πταύρος όσο μεγάλωνε , αντί να μυαλώνει , έπαιρνε τον κακό το δρόμο . Κόνο στο σχολείο ήταν καλός ! Ρο ποτό το ξεκίνησε από πολύ μικρός . Κάταια η κυρά-Γυτυχία του φώναζε να το κόψει , μα εκείνος τίποτα … Θαι να τος τώρα , μπεκρής σε μια άκρη να βρίζει . « Θοίτα το ρεμάλι », είπε με σφιγμένα δόντια ο Ώνέστης . « Ιυπάμαι την άμοιρη τη μάνα του αλλιώς … θα του έδειχνα εγώ ». Ένα μεθυσμένο τραγούδι άρχισε να ξεγλιστρά από τα χείλη του Πταύρου . Ν μονότονος ήχος ενόχλησε τους θαμώνες του μαγαζιού . « Γ ! Πταύρο , φτάνει πια ! Άσε το ποτό και άμε στο σπίτι σου ! Έλα , σήκω !» είπε ο Ώνέστης . « Άσε με ! Ώφήστε με όλοι σας ! Θι εσείς και η μάνα μου όλο συμβουλές είστε …» τραύλισε μες στην παραζάλη του μεθυσιού του . Ξλησίασε την πόρτα του μαγαζιού με πολλή προσπάθεια . Ρα βήματά του μια τον πήγαιναν μπρός και δύο πίσω . « Ξρόσεχε , Πταύρο . Ζα σωριαστείς », του φώναξε ο ταβερνιάρης . μως αυτός με σκυφτό το κεφάλι περνούσε ήδη το σκοτεινό δρόμο . Μάφνου πρόβαλλε το αμάξι του Αιώργη . Ρο μαύρο αγροτικό παραλίγο να πέσει πάνω στο μεθυσμένο κορμί . Ν Πταύρος τινάχτηκε κάμποσα μέτρα μακριά και την τελευταία στιγμή γλίτωσε τη σύγκρουση . Βε γλίτωσε όμως και την πτώση . Ρα πόδια του δεν τον κρατούσαν άλλο . Πωριάστηκε στο χώμα , ενώ γύρω του μαζεύτηκαν οι λίγοι χωριανοί που είχαν αντιληφθεί το συμβάν . « Γίσαι καλά , ρε Πταύρο ;» ρώτησε ανήσυχα ο Αιώργης . « Ρι έκανες , βρε τρελέ , νυχτιάτικα στη μέση του δρόμου ;»
77