Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 58

που με βασάνιζε . λα τα δοκίμασα . Ξήρα τηλέφωνο την θεία μου και της ζήτησα να μείνω μαζί της για να τελειώσω το λύκειο . Έπειτα της υποσχέθηκα να εργάζομαι και να σπουδάζω ταυτόχρονα για να βοηθάω στα έξοδα . Ε απάντηση ήρθε κατηγορηματική από την μητέρα μου . -Άσε τις ανοησίες και συγκεντρώσου στον στόχο μας . Ξροσγειώσου στην πραγματικότητα . Βεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη , είπε με επιβλητικό τόνο που όμως ταυτόχρονα εξέφραζε και άγχος .
Βεν αντιμίλησα . Ξρώτη φορά από τότε που ήμουν παιδί και με μάλωνε για τις ζημιές , μου φώναζε και ύψωσε τόσο πολύ τον τόνο της φωνής της . Ρότε κατάλαβα πως ήταν κι εκείνη πιεσμένη , όχι τόσο για τον εαυτό της , αλλά για εμένα και τον πατέρα . Πίγουρα ήθελε το καλύτερο και για τους δύο . Γξάλλου μια ζωή τώρα αυτό κάνει . Άφησε την σταδιοδρομία της ως δικηγόρος για να μεγαλώσει εμένα αφού ο πατέρας μου ταξίδευε για πολλούς μήνες . Θάποιες φορές στις γιορτές που εκείνος έλειπε , έκλεινε εισιτήρια και ταξιδεύαμε εκεί που είχε πιάσει λιμάνι . Έπειτα τον έπαιρνε τηλέφωνο και εγώ η κατεργάρα πεταγόμουν φωνάζοντας „„ έκπληξη , ήρθαμε να σε δούμε .‟‟
Ρότε νόμιζα πως όλη μου η ζωή θα είναι ένα ευχάριστο ταξίδι . Ζα εξερευνούσα όλον τον κόσμο βλέποντας τον μπαμπά μου και μετά φυσικά θα επέστρεφα στην βάση μου , το σπιτάκι μου . Ξόσο ρόδινη και ονειρεμένη φαινόταν τότε η ζωή μου . Θαι τώρα αυτό το „„ δίχως επιστροφή ‟‟ ταξίδι που ανατρέπει όλο μου το „„ είναι ‟‟. Ρώρα όμως το μόνο που θα ήθελα είναι να μείνω για πάντα εκεί στον τόπο μου , στη γειτονιά μου , στο Ξεριστέρι , στο χωριό μου την Άμπλιανη . Θάπου τέλος πάντων που να μυρίζει Γλλάδα . Κακάρι να μπορούσα να ριζώσω σαν τα δέντρα του χωριού μου , τις ιτιές και τα πλατάνια που σκαρφάλωνα με την ξαδέρφη μου και πιάναμε τζιτζίκια . Ρα δέναμε και αυτά με μία κλωστή , προσπαθώντας να ξεφύγουν και να πετάξουν έβγαζαν τον πιο δυνατό τους ήχο . Έβγαινε τότε η γιαγιά στην αυλή και φώναζε : „„ Αιατί βρε τα βασανίζετε τα ζα ; Ώφήστε τα ήσυχα ,
58