Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 53

παρέμεναν άφαντοι . Ρο ανοιχτό κατάστρωμα είχε πλέον μετατραπεί σε έναν κλειστό χώρο που έμοιαζε με καφενείο . Θάπου απ ‟ το βάθος ακούγονταν κάποιο δειλό ακορντεόν , που συνόδευε μια επιτακτική φωνή . Αύρω μου υπήρχαν τραπέζια με κόσμο που συζητούσε . Δερβά μου μια τζαμαρία που έβλεπε στη νυχτερινή Ξλάκα . Γίχε όμορφο φεγγάρι εκείνη τη νύχτα . Θοίταξα δεξιά μου , ψάχνοντας τον καπετάν Κιχάλη , για να του δείξω την Ώκρόπολη , αλλά δεν ήταν εκεί . Κεμιάς όλα πάγωσαν , εκτός από τη μουσική που ακούγονταν στο βάθος και τον άνθρωπο που περιφέρονταν άσκοπα ανάμεσα στα τραπέζια με τις παρέες , μέσα στο στάσιμο νέφος καπνού που γέμιζε το χώρο . Ξαρατήρησα τα παγωμένα στο χρόνο βλέμματα γύρω μου . Άλλα ξεχείλιζαν ευτυχία , άλλα φόβο , άλλα περιέργεια , άλλα έρωτα . μως εκείνος ο άνθρωπος που περιφέρονταν στο μαγαζί με πλησίαζε κοιτάζοντάς με . Γίχε δυο μάτια καταγάλανα , ένα βλέμμα που ξεχείλιζε μίσος . Λόμιζα πως ήταν ο νέος που πνίγηκε εκείνο το βράδυ στον Έλβα , όμως όσο πλησίαζε διέκρινα γύρω από τα μάτια του σχηματισμένες ρυτίδες και σημάδια που αφήνει πίσω του ο χρόνος . Ρο ξανθό χρώμα των μαλλιών του έγινε λευκό κάτω από το φως της λάμπας που έκαιγε . Ρο σώμα του φάνηκε ζαρωμένο και αδύναμο . Κια γνώριμη φιγούρα ήρθε και στάθηκε κοντά μου κι εκείνα τα πυρωμένα , γαλάζια μάτια εξακολουθούσαν να με κοιτάζουν με μίσος . « Θαπτα Κιχάλη …», ψέλλισα και ξύπνησα αλαφιασμένος για να συναντήσω απέναντι μου το ίδιο αυτό βλέμμα που απάντησα στον ύπνο μου .
Ν καπετάνιος κάθονταν σε μια ξύλινη καρέκλα και με κοίταζε με οργή . Ρα μάτια του γυάλιζαν , έμοιαζαν με κρυστάλλινες θάλασσες . Γίχε πιει πολύ . Ένα πράγμα που έμαθα στα λιμάνια είναι να αναγνωρίζω τον μεθυσμένο . « Μέρεις μωρέ ποιος πνίγηκε εκείνο το βράδυ στο Ώμβούργο την ώρα που εσύ γλίτωνες ;», με ρώτησε και βούρκωσε . Γγώ δεν απάντησα . « Ν γιος μου … Θαι μαζί του πνίγηκα κι εγώ στη μιζέρια … Κα τω Ζεώ δεν υπάρχει μέρα που να μην καταριέμαι που ζεις εσύ κι εκείνος , όχι . Ζαρρούσες μωρέ
53