Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 51

Ρελευταίο πράγμα που θυμάμαι από εκείνη τη νύχτα είναι μια φωνή που έλεγε : « Πώστε τον μωρέ ! Ξνίγεται !», και σταδιακά ξεθώριαζε κι έσβηνε .
Ώπό τότε με στοιχειώνει το βλέμμα εκείνου του πνιγμένου . Γκείνη τη νύχτα κατάλαβα πως το να κυνηγάς το πουγκί , είναι σαν να κυνηγάς τους ανέμους . Ξοτέ δεν ξέρεις πότε θα καταλήξεις στα βράχια . Ρο επόμενο πρωί , που συνήλθα , δήλωσα παραίτηση και γύρισα με το πρώτο αεροπλάνο στην Γλλάδα θεωρώντας , ότι έτσι ίσως καταφέρω να προστατέψω τον εαυτό μου από τη λαγνεία της παρανομίας και της νυχτερινής ζωής που κουβαλούν τα λιμάνια .
Έκτοτε δεν είχα σταθερή δουλειά . Βούλευα περιστασιακά όπου έβρισκα . Έγινα εργάτης , σέρβιρα , ζητιάνεψα από παλιούς γνωστούς , έκανα τα πάντα . Ένα πράγμα δεν έκανα μονάχα . Γκείνον τον πειρασμό που ούρλιαζε κάθε βράδυ στον ύπνο μου δεν τον είχα κάνει να σωπάσει .
Ν καπετάν Κιχάλης επέμενε να θυμάται το παρελθόν . Σαίνεται πως εκείνος ζημιώθηκε λιγότερο από αυτό . Νι παλιές ιστορίες του μας έβγαλαν σε ένα στενό της Ξλάκας . « Στάσαμε », αναφώνησε ο καπετάνιος και άπλωσε τα γέρικα χέρια του για να μου δείξει ένα γωνιακό καφενείο όπου ο ίδιος σύχναζε . Κερικά τραπεζάκια παλαιού τύπου περιτριγύριζαν το μαγαζί . Φστόσο η πρώιμη ψύχρα του φθινοπώρου μας οδήγησε στο εσωτερικό του καφενείου . Θάπου εκεί μέσα στη βαβούρα του κόσμου , στα τραγούδια των πλανόδιων μουσικών που προσπαθούσαν να βγάλουν το μεροκάματο και στον καπνό από τα αναμμένα τσιγάρα , νόμισα πως είδα το νέο με τα καταγάλανα μάτια , που πνίγηκε εκείνο το βράδυ στον Έλβα , να περιφέρεται άσκοπα ανάμεσα στα τραπέζια . « Άμοιρε », σκέφτηκα . « Πε πλανεύουν οι ίδιες σου οι τύψεις και πλάθεις φαντάσματα ». Βεν τον ξαναείδα όλη τη νύχτα .
Θάποτε φύγαμε . Ν καπετάν Κιχάλης επέμενε να με φιλοξενήσει για τη νύχτα . Κε οδήγησε σε ένα γραφικό σπίτι λίγα στενά πιο κάτω από το καφενείο όπου βρισκόμασταν .
51