Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 48

ταλαιπωρημένο γεροντάκι στο κέντρο της πλατείας , που κοίταζε το ρολόι του με ανυπομονησία . « Θαπτα-Κιχάλη !», φώναξα . Γκείνος γύρισε και με κοίταξε ενθουσιασμένος . « Ώγόρι μου !», αναφώνησε . « Ξόσο μεγάλωσες !». Έτρεξα να τον προϋπαντήσω . Ξερπατήσαμε αρκετή ώρα . Γγώ δεν μιλούσα . Κονάχα άκουγα . Γίχε τόσα πολλά να μου πει κι εγώ τόσα λίγα . « Θυπαρίσσι έγινες πανάθεμά σε !», μου είπε . « Θάποτε είχα κι εγώ το μπόι σου ... Κα γέρασα . Δάρωσα . Ρα κόκαλά μου με πονούν . Ρα βράδια με τρομάζουν οι αγέρηδες , ακόμη και το πιο αδύνατο αεράκι που χτυπάει το παραθύρι μου το τρέμω αγόρι μου , γιατί δεν ξέρω πάνω σε ποιο απ ' αυτά ταξιδεύει ο χάρος . Αέρασα Πτρατή … Αέρασα . Θι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα , θα άνοιγα το βράδυ τα πορτόφυλλα και θα φώναζα „‟ τη ζωή ετούτη τη χάρηκα , ώρα να δω και την άλλη !‟‟ και θα περίμενα , αλλά αν θα το έκανα αυτό θα ήμουν κιοτής ! Ξρώτα θα σκοτώσω το σαράκι που κατατρώει τα μέσα μου κι ύστερα θα ποθάνω ! Πτρατή … Μέρεις για πιο σαράκι μιλάω ;», ο γέρος με κοίταξε εμπιστευτικά . Πταματήσαμε λίγο να περπατάμε . Ώνταπέδωσα τη ματιά . « Ρο ίδιο σαράκι μας τρώει καπτα-Κιχάλη … Ρο ίδιο …», του απάντησα και συνέχισα να προχωράω . Γκείνος με ακολούθησε . Ώκούμπησε το μπράτσο μου στοργικά . « Ζα σε τυραννάει για πολύ ακόμα μαθές », είπε . « Νι κακές συνήθειες δύσκολα κόβονται . Ν τζόγος είναι ύπουλο πράγμα . Θι όσο σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να σε είχα προστατέψει εκείνον τον καιρό , να μην κατρακυλήσεις κι εσύ στο βούρκο , με ζώνουν οι τύψεις . Θαλά έκανες και ξεμπάρκαρες . Κεγαλύτερος πειρασμός απ ‟ τα λιμάνια δεν υπάρχει . Γκείνα τα στενά σοκάκια που ξεχειλίζουν μυστήριο , αιθέρια αρώματα και καπνό φτηνού πούρου σε καλούν όπως η Πκύλα και η Τάρυβδη , να τα εξερευνήσεις . Ξες μου όμως , χρωστάς πολλά ;», με πόνεσε η ερώτηση αυτή του καπτα-Κιχάλη . Βεν τόλμησα να τον κοιτάξω . « Κου χρωστάνε , χρωστάω …», απάντησα ξερά .
λα ετούτα τα λόγια του καπετάν Κιχάλη χαράζονταν μέσα μου . ποτε έρχονταν η σειρά του να μιλήσει ,
48