Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 221

Ανοίγει τα θαλασσιά μάτια της . Ένα πλήθος είχε μαζευτεί από πάνω της φανερά αναστατωμένο . Ο ένας ρωτούσε τον άλλον πότε θα έρθει το ασθενοφόρο , αν κάποιος μπορούσε να της δώσει τις πρώτες βοήθειες και άλλες τέτοιου είδους ερωτήσεις . Η μητέρα της λίγο πιο δίπλα έκλαιγε και δύο κυρίες είχαν σταθεί στο πλάι της και προσπαθούσαν να την καθησυχάσουν . Η Ελπίδα ήταν ζαλισμένη και ένιωθε έναν έντονο πόνο στο αριστερό της πόδι . Τώρα όλοι άρχιζαν να φωνάζουν « το κορίτσι ξύπνησε , ευτυχώς ξύπνησε ». Τα πρόσωπα όλων και κυρίως της μητέρας της έλαμψαν ξαφνικά . Εκείνη όμως δεν θυμόταν . Δεν θυμόταν τι είχε προηγηθεί , τι της είχε συμβεί , για ποιον λόγο πονούσε , για ποιον λόγο ήταν ξαπλωμένη . Αναρωτιόταν που βρισκόταν . Κοιτούσε γύρω της και προσπαθούσε να θυμηθεί . Μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ήταν εκείνη που επανέφερε σταδιακά την μνήμη της : « η εξέλιξη του διαγωνισμού τραγουδιού θα καθυστερήσει λόγω απρόσμενου ατυχήματος , ευχαριστούμε για την κατανόηση ». Σιγά σιγά όλα στο μυαλό της άρχισαν να ξεκαθαρίζουν . Θυμήθηκε την κρίση πανικού , την λιποθυμία και όλα όσα βίωσε λίγες στιγμές πριν . Οι στιγμές όμως που υπερίσχυαν τώρα στο μυαλό της ήταν εκείνες που αναπόλησε ξανά όταν έχασε πριν λίγο τις αισθήσεις της , ήταν εκείνες του ατυχήματος , τα σκληρά λόγια του πατέρα της , η σύγκρουση , οι στιγμές μετά από αυτήν όταν ανοίγει τα μάτια της , βλέπει το πρόσωπό του βαμμένο με κόκκινο χρώμα και διαπιστώνει πως είναι νεκρός , οι λυγμοί , τα τελευταία του λόγια που της είχαν στιγματίσει την ζωή , τα ουρλιαχτά της « εγώ τον σκότωσα , εγώ φταίω , σκοτώστε και μένα να πάω να τον βρω να του πω πως τον αγαπάω , να μου πει και εκείνος πως με αγαπάει ». Να της πει πως την αγαπάει . Αυτό ήθελε και τώρα , να της πει πως την αγαπάει . Ίσως τώρα να μην μπορούσε αλλά τότε της το είχε πει …
Ήταν ξαπλωμένη πάνω στη σκηνή . Μια άλλη διαγωνιζόμενη της κρατούσε τρυφερά το κεφάλι και τα χέρια της είχαν ρόλο μαξιλαριού . Όλοι ρωτούσαν την Ελπίδα αν είναι καλά και εκείνη εντελώς μηχανικά απαντούσε καταφατικά . Πλέον έβλεπε διάσπαρτες εικόνες από το παρελθόν . Εικόνες από τα παιδικά της χρόνια , από το σχολείο , από την εφηβεία της , από το ατύχημα , από την ψυχιατρική κλινική που ήταν για μισό χρόνο κλεισμένη , από το ωδείο στο οποίο ξεκίνησε μαθήματα όταν εν μέρει ορθοπόδησε . Ωστόσο έβλεπε και άλλες εικόνες και άλλες σκηνές που δεν γνώριζε πως είχε βιώσει ή που δεν θυμόταν . Όπως η σκηνή εκείνη στα τέταρτά της γενέθλια με τον πατέρα της να της τραγουδάει με την κιθάρα « να ζήσεις Ελπίδα …» και εκείνη να γελάει και να παλεύει να σβήσει τα κεράκια πριν ακόμη τελειώσει το τραγουδάκι . Πολλές εικόνες . Όμως εκείνη η εικόνα την σημάδεψε . Ήταν πάλι ο πατέρας της πρωταγωνιστής . Της μιλούσε σαν να μην υπάρχει αύριο . Δεν θα υπήρχε αύριο . Είναι στο τιμόνι . Το πρόσωπό του βαμμένο με κόκκινο χρώμα . Αισθάνεται πως θα έρθει το τέλος . Πιάνει τους σφυγμούς της κόρης του και καταλαβαίνει πως είναι ζωντανή . Αυτό του δίνει παράταση ζωής , του δίνει δύναμη , του δίνει αντοχές . Θέλει να της μιλήσει . Θέλει να προλάβει . Παίρνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανάσα για να διαρκέσει περισσότερο αφού γνωρίζει πως ίσως είναι η τελευταία του . Ανοίγει τα ματωμένα του χείλη : « Στον ουρανό όπου θα βρίσκομαι δεν θέλω να φωτίζομαι από τον ήλιο , θέλω να φωτίζομαι από το χαμόγελό σου . Στον ουρανό όπου θα βρίσκομαι θέλω να βρέχομαι από την βροχή , δεν θέλω να βρέχομαι από τα δάκρυά σου . Θέλω