Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 216

14. Μάτια θαλασσιά -Σοφία Γιαννακοπούλου Δύο μονάχα σκαλοπάτια τη χώριζαν… Η ψυχή της ήταν λουσμένη από εκατοντάδες σκέψεις και συναισθήματα ανάμεικτα και αντιφατικά μεταξύ τους. Η χαρά, αυτή η χαρά που πηγάζει από το νεαρό της ηλικίας της, η αισιοδοξία της για το μέλλον το δικό της και όχι μόνο, τα όνειρα και οι στόχοι της, το πάθος της για ζωή, η αγωνία της να κάνει περήφανους τους ανθρώπους που ήταν και είναι κοντά της αλλά και αυτούς που χάθηκαν… Εκείνη την στιγμή μόνο τη λάμψη της μπορούσε κανείς να διακρίνει, αφού το χαμόγελό της σκέπαζε το βαθύ σκοτάδι της ψυχής της. Το σκοτάδι αυτό δεν ήταν μαύρο, ήταν θαλασσί, ήταν βαμμένο από το χρώμα των ματιών του… Δεν έπρεπε να σκέφτεται. Ήξερε πολύ καλά πως τώρα δεν έπρεπε να σκέφτεται. Οι σκέψεις θα την πρόδιδαν ήταν σίγουρη. Έπρεπε να συγκεντρωθεί. Ανέβηκε αργά το ένα σκαλοπάτι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσησε για να αποβάλλει όλα όσα ταλαιπωρούσαν το μυαλό της καιρό τώρα. Τότε, δύο συνομήλικές της που διαγωνίζονταν στην συνέχεια, της ευχήθηκαν «καλή επιτυχία Ελπίδα, θα τα πας περίφημα». Εκείνη σχεδόν τις αγνόησε κάνοντας ένα αυθόρμητο νεύμα. Πλέον το μυαλό της βρισκόταν μονάχα στην σκηνή όπου θα ανέβαινε σε λίγα δευτερόλεπτα. Είχε έρθει πια η ώρα. Ανέβηκε το τελευταίο σκαλοπάτι… Βημάτιζε πολύ αργά και σταθερά. Το αέρινο, γαλάζιο φόρεμά της χάιδευε την σκηνή. Ήταν τόσο όμορφη σαν αρχαία ελληνίδα θέα. Αφροδίτη την φώναζαν οι φίλες της. Ειδικά εκείνες τις μέρες που βίωνε έντονα τον πόνο, έτσι την φώναζαν για να την παρηγορήσουν, για να της δείξουν πως τα δάκρυά της δεν αξίζει να καταστρέψουν την ομορφιά του προσώπου και της ψυχής της… Τα καστανά, μεταξένια μαλλιά της άγγιζαν την μέση της. Η κορμοστασιά της λυγερή. Ήταν απλή και παράλληλα τόσο λαμπερή. Δεν φορούσε κανένα κόσμημα, μόνο ένα λευκόχρυσο σταυρουδάκι στον λαιμό που δεν το έβγαζε ποτέ από πάνω της. Της το είχε χαρίσει εκείνος στα πέμπτα της γενέθλια... Δεν είχε ανάγκη κανένα κόσμημα. Τα μάτια της ήταν το κόσμημά της. Αυτά τα θαλασσιά μάτια. Και αυτά εκείνος της τα είχε δώσει, από εκείνον τα είχε κληρονομήσει… Είχε φτάσει πλέον μπροστά στο μικρόφωνο. Η μελωδία και ο ρυθμός της μουσικής δεν είχαν αρχίσει ακόμη να ηχούν. Έστρεψε το βλέμμα της στο κοινό. Άγνωστα και γνωστά για εκείνη άτομα καθισμένα συμμετρικά στις θέσεις τους. Δεκάδες πρόσωπα αντιπροσώπευαν δεκάδες χαρακτήρες, προσωπικότητες, αξίες και ιδεώδη, σκέψεις και συναισθήματα. Πάντα της άρεσε να τα περιεργάζεται. Τους κοιτούσε όλους στα μάτια. Επικοινωνούσε μαζί τους. Καταλάβαινε πώς νιώθουν. Χαιρόταν με την χαρά τους, πονούσε με τον πόνο τους. Ωστόσο τώρα πίεζε τον εαυτό της. Τώρα πίεζε τον εαυτό της να μην σκέφτεται απολύτως τίποτα. Οι σκέψεις θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες. Θα μπορούσε να νικηθεί, όχι από τους αντιπάλους της, αλλά από τον ίδιο της τον εαυτό. Ήταν ανέκφραστη, το βλέμμα της κενό. Βαθιά μέσα της γνώριζε πως ίσως να μην άντεχε. Ίσως να λύγιζε…