Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 197

ανυπόμονη . Θοίταξα το ρολόι μου και γύρισα για να συναντήσω τη κουρασμένη φωνή . Ήταν μια ψηλή καστανομάλλα με πράσινα μάτια . Βεν πρόλαβα να απαντήσω . Αια μια ακόμα φορά . « Ίριδα , πάμε , θα αργήσουμε !» της φώναξε ξαφνικά ένας άνδρας που βρισκόταν αρκετά μέτρα μπροστά μας και εκείνη έτρεξε δίπλα του . Ρην παρακολουθούσα να ξεμακραίνει πιασμένη στο μπράτσο του και ήμουν σίγουρος πως άκουσα το γέλιο της . Ξροσπάθησα να προσδιορίσω την ηλικία της . Βεν μπορούσα καν να τη φέρω στο μυαλό μου . Ίσως από τη φωνή της … Κπορεί να ήταν και στην ηλικία μου . Βεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω τους ανθρώπους της ηλικίας μου . Κεσόκοπους . Λαι , θα μπορούσα να τους χαρακτηρίσω μεσόκοπους , γιατί δεν μου αρέσει καθόλου η λέξη μεσήλικας . Νύτε στη γυναίκα μου άρεσε η λέξη μεσήλικας . ΐέβαια αυτή … Βεν ήθελα να σκέφτομαι . Βεν ήθελα το μυαλό μου να αρχίζει να κατρακυλάει σε διάφορα . Ε μέρα ήταν όμορφη , ο ήλιος σε ζέσταινε και εγώ ήθελα να πάρω ανάσα . Θάθισα σε ένα παγκάκι . Έσκυψα το κεφάλι δεν ήθελα να συναντήσω το βλέμμα κανενός . Ώφοσιώθηκα στο να παρατηρώ τα παπούτσια των περαστικών . Ε μητέρα μου έλεγε ότι καταλαβαίνεις πολλά για τους ανθρώπους από τα παπούτσια τους . Θαι εγώ καθόμουν εκεί και προσπαθούσα να καταλάβω και να φτιάξω ιστορίες για τους εκείνους που περνούσαν μπροστά μου . Ώπό τα παπούτσια τους . Κονάχα όταν ένα ζευγάρι παπούτσια σταμάτησε μπροστά μου σήκωσα το κεφάλι . Ήταν ένα ζευγάρι μαύρα , που είχαν αρκετή σκόνη πάνω τους και ήθελα πολύ να δω ποιος φορούσε ένα τόσο σκονισμένο ζευγάρι . Ένας καλοντυμένος μεσόκοπος κύριος , με σκονισμένα παπούτσια , ήταν μια παράξενη ιστορία . « Γίστε καλά ;» με ρώτησε ευγενικά και με φανερή ανησυχία . Βεν πρόλαβα να απαντήσω . Ρον άκουσα να φωνάζει αμέσως μετά « Ίριδα , φέρε λίγο νερό …» Ξετάχτηκα από το παγκάκι και άρχισα να τρέχω σαν τρελός . Πταμάτησα , όταν ένιωσα πως η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει . Θάτι συνέβαινε εδώ , αλλά δεν μπορούσα να συνθέσω το παζλ . Κε μπέρδευαν και τα δένδρα τριγύρω μου . Ξολλά
197