Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 161

ένα άνοιγμα , να δει ένα οικείο πρόσωπο , το νερό είχε μπει κιόλας μες τα παπούτσια του . ρα πολλή χρειάστηκε για να βγει έξω στο κατάστρωμα κάτω από την βροχή , η οποία έπεφτε με τόση ένταση και βία που θόλωνε τα πάντα ολόγυρα . Γδώ ήταν λίγο πιο εύκολο να κινηθεί ανάμεσα στους ανθρώπους . " Κπαμπά ! Καμά !", συνέχιζε να φωνάζει κοιτώντας τα ταραγμένα πρόσωπα γύρω του , με μανία ψάχνοντας τα μάτια της μητέρας του κάτω από τις βρεγμένες μαντίλες , την κόκκινη ζακέτα του πατέρα του , το πρησμένο από τα κλάματα πρόσωπο της Ηρέμ . Βυνατές φωνές προσπαθούσαν να ακουστούν πάνω από την βροχή , να δώσουν οδηγίες , σωσίβια μοιράζονταν με ταχύτητα δεξιά και αριστερά , δεν αναγνώριζε κανέναν . Κακάρι να μην έκλαιγε , να μπορούσε τουλάχιστον να διακρίνει καλύτερα τα πρόσωπα , να μπορούσε να φωνάξει δυνατότερα , να τον άκουγε ολόκληρο το πλοίο . Κακάρι να μην υπήρχαν άλλα μωρά παρά μόνο το δικό τους , να στριγγλίζει και να κοκκινίζει μόνο αυτό , να μπορέσει να το αναγνωρίσει ο Θεμάλ κατευθείαν . Ξίσω στο σπίτι , στην πατρίδα , ο Θεμάλ τους νικούσε όλους στο κολύμπι . Ήταν ο πιο γρήγορος , έκανε τα καλύτερα μακροβούτια και μπορούσε να κρατήσει μέσα στο νερό την αναπνοή του για τόση πολλή ώρα , που οι υπόλοιποι έπρεπε να βγαίνουν πολλές φορές για σύντομες ανάσες , στα κρυφά , ώστε να τον ανταγωνιστούν . Ώκόμα και ο Αιαβούζ , που ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος , δεν τον νικούσε ποτέ . Ξριν ο Θεμάλ βρεθεί μέσα στο παγωμένο νερό του Ώιγαίου , αφήνοντας μια κραυγή καθώς γλίστρησε στο βρεγμένο μπλε κατάστρωμα , η οποία όμως δεν ήταν πιο δυνατή ούτε από τις φωνές των ανθρώπων ούτε από την βροχή , του πέρασε φευγαλέα από το μυαλό πως με δυο απλωτές είχε ξεμπερδέψει . Μαφνιάστηκε όμως με το απότομο και επιθετικό κρύο και το αλμυρό νερό που γέμισε το στόμα και τον λαιμό του . Κε σπασμωδικές κινήσεις κατάφερε να ξαναβγεί στην επιφάνεια και να βήξει , να φωνάξει , ενώ τα κύματα , η βροχή και ο μαινόμενος αέρας τον έσπρωχναν πάλι μέσα , πάλι κάτω . Ε φωνή του Θεμάλ δεν είχε όμως την δύναμη να σκεπάσει την ασυνάρτητη και ταραγμένη οχλοβοή . Ρο κύματα τον έδειραν , τον έπαιζαν σαν παιχνίδι , τον έσερναν προς το πλοίο και πάλι
161