Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 158

Πτο μεταξύ όμως ο Θεμάλ του είχε καταφέρει μια δαγκωνιά στο μπράτσο και του έσκισε μάλιστα και την μπλούζα , ο Αιαβούζ αντίθετα με το ζόρι μπόρεσε να του γρατζουνίσει λίγο τον λαιμό και να του κάνει μια μελανιά στο στομάχι . Ζύμωσε , λέει , ο Αιαβούζ , γιατί είναι άδικο να έχει μόνο ο Θεμάλ θείο στην Γυρώπη , μακριά απο τις βόμβες , και είναι άδικο να παίρνουν καταναγκαστικά τους δυο μεγαλύτερους αδερφούς του από το σπίτι και ο Αιαβούζ να μην μπορεί να τους βλέπει πια γιατί αυτά έχει , λέει , ο πόλεμος . Θανονικά τους περίμενε σκληρή τιμωρία , ο διευθυντής ήταν έξαλλος μαζί τους και δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσουν , όμως ευτυχώς μετά από λίγο τους είπαν ότι πάει , έκλεισε το σχολείο . Ήταν μεγάλη ανακούφιση , ο διευθυντής τους ήταν πολύ φοβερός άνθρωπος και οι τιμωρίες του βάναυσες , τον Θεμάλ τον έλουζε κρύος ιδρώτας με την σκέψη ότι θα έπρεπε να σφουγγαρίσει όλους τους διαδρόμους του σχολείου- αυτή ήταν η συνήθης τιμωρία . Κετά βέβαια το μετάνιωσε , όταν χρειάστηκε να αφήσει όλα τα παιχνίδια του σπίτι γιατί του είπαν πως θα περπατούσαν πάρα πολύ και δεν μπορούσε να τα κουβαλά μαζί του , θα κουραζόταν και θα τα ξεφορτωνόταν έτσι και αλλιώς στην πορεία . Πκέφτηκε ότι καλύτερο θα ήταν να μην είχε κλείσει το σχολείο , γιατί καμιά τιμωρία , όσο σκληρή κι αν ήταν , δεν θα του επέβαλε να πετάξει ή να παρατήσει τα παιχνίδια του . Νι τσάντες όμως είχαν συγκεκριμένο χώρο για το αναγκαίο μόνο περιεχόμενο , ρούχα και αλλά από όσα χαρακτήριζε ' αναγκαία ' η μητέρα του , και έτσι έπρεπε αναγκαστικά να τα αφήσει πίσω . " ταν γυρίσουμε , θα τα βρεις εδώ ", του είπε ο πατέρας του . " Ζεού θέλοντος ". " Ζεού θέλοντος ", σκεφτόταν τώρα ο Θεμάλ , ενώ καθόταν ανάμεσα στα σακίδια και τις γεμάτες με πράγματα και καλά δεμένες σακούλες που είχαν πάρει μαζί τους από το σπίτι οι γονείς του , που ήταν λέει , από δω και πέρα , όλα τους τα υπάρχοντα . Γίχαν περάσει μέρες από τότε που είχαν φύγει από την πατρίδα τους , μπορεί και μήνες , είχε πια χάσει τον λογαριασμό . Ώκόμη και ο πατέρας του , αν και λογιστής , δεν ήξερε με βεβαιότητα πόσος ακριβώς καιρός ήταν από τότε που τα μάζεψαν , χαιρέτησαν όσους γείτονες ήταν ακόμη εκεί και έφυγαν με πολλούς πολλούς
158