Αιθέρια παράθυρα της ψυχής και του νου-2 | Page 157

που είχε ο Θεμάλ στο αριστερό του φρύδι και η μόνιμη πια ουλή στο γόνατο του για την οποία τον κορόιδευε ο Ώγιάζ , αλλά δεν είχε σημασία , διότι ο Ώγιάζ φοβόταν να κάνει κούνια . Γίχε ένα σωρό παιχνίδια , τα οποία οι άλλοι δεν είχαν ούτε στα όνειρα τους . Ρου τα έφερνε ο πατέρας του , που δούλευε σε μια μεγάλη επιχείρηση ως λογιστής , δηλαδή μετρούσε νούμερα και τέτοια . " Πιγά την δουλειά !" έλεγε η Αουάφα και τον κοίταζε με ανασηκωμένο φρύδι . " Θι εγώ μετράω αριθμούς , δεν είναι και τόσο φοβερό ώστε να χρειάζεται να σε πληρώνουν κιόλας για να το κάνεις !", γελούσε κοροϊδευτικά και έβγαζε έξω την γλώσσα της με μια ενοχλητική γκριμάτσα . Ν Θεμάλ τότε θύμωνε πάρα πολύ γιατί , η αλήθεια είναι , ούτε και ο ίδιος μπορούσε να καταλάβει τι αξία είχε αυτή η δουλειά , όμως αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή είχε δικαίωμα να κοροϊδεύει . Γξάλλου , ο πατέρας της δεν της έπαιρνε σχεδόν καθόλου ωραία δώρα , όλα χαζά ήταν . Αι ' αυτό ο Θεμάλ ήξερε πως , καταβάθος , η Αουάφα τον ζήλευε . Ήταν επίσης ο καλύτερος στη μπάλα και το ποδήλατο , ο πιο γρήγορος και ο πιο δυνατός και κανείς δεν τον νικούσε στο τρέξιμο . Έκανε τα καλύτερα μακροβούτια και μπορούσε να κρατάει για την περισσότερη ώρα την αναπνοή του κάτω από το νερό , χωρίς να κάνει κλεψιές όπως οι υπόλοιποι . Ώυτοί , βέβαια , από την ζήλια τους δεν το παραδέχονταν σχεδόν ποτέ και υποκρίνονταν πως αυτοί είχαν νικήσει , πως αυτοί είχαν κάνει τα καλύτερα μακροβούτια και πως αυτοί κράταγαν την ανάσα τους πιο πολύ . Θαι περισσότερο αρνιούνταν την ήττα τους όταν ήταν μαζί και η Αουάφα . Ξερισσότερο όμως τον ζήλευαν γιατί ο Θεμάλ είχε έναν θείο στην Πτοκχόλμη , ο οποίος είχε ένα σπίτι ακόμα πιο μεγάλο από το δικό τους , έλεγε η μητέρα του , και τώρα με τον πόλεμο θα πήγαιναν να μείνουν μαζί του . Ζείο στην Πτοκχόλμη δεν είχε ούτε ο Αιαβούζ , ούτε ο Ώγιάζ , ούτε η Αουάφα , ούτε ο Αιορντάν και ο ΐασίμ . Ιίγες μέρες πριν κλείσει το σχολείο μάλιστα αυτός και ο Αιαβούζ είχαν τσακωθεί πάρα πολύ άσχημα , πιαστήκαν από τα ρούχα και μαζεύτηκε γύρω τους κόσμος πολύς και φώναζαν και σφύριζαν και ήρθαν στο τέλος δυο δασκάλες και τους χώρισαν .
157