Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 73

όνειρο. Τωρίς το Πτρατή, η ζωή δεν είχε καμία αξία για την Κυρτώ. Αια αυτήν ο Πτρατής ήταν ο παιδικός της έρωτας, ο καλύτερός της φίλος, αυτός που την υποστήριζε σε ό,τι και αν έκανε, αυτός που της έδινε κουράγιο. Αια την Κυρτώ ο Πτρατής ήταν ο λόγος για τον οποίο ξυπνούσε το πρωί και έκανε όνειρα τη νύχτα. Ήταν ανάσα από την ανάσα της και πώς να ζήσει τώρα που η πνοή της λιγόστεψε; Κήνες μετά τον άδικο χαμό του Πτρατή και ύστερα από επίπονη έρευνα, οι φίλοι του έμαθαν ότι ο δολοφόνος του άτυχου νέου ήταν ένας Αερμανός αξιωματούχος, που είχε ειδοποιηθεί από καταδότη, και ότι ο καταδότης αυτός ήταν ο φτωχός, ρακένδυτος γεράκος που είχαν συναντήσει νωρίτερα εκείνο το βράδυ στο στενό δρομάκι. Παν ένας άλλος Γφιάλτης έδειξε τη σκληρή πλευρά του ανθρώπου, που θα έκανε τα πάντα για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί και λίγα χρήματα. Ρα χρόνια πέρασαν και οι τέσσερις φίλοι μεγάλωσαν. Ν Άλκης και η Ώλίκη παντρεύτηκαν, απέκτησαν δύο κόρες και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κονεμβασιά. Ν Ξέτρος παντρεύτηκε μια Ααλλίδα και έφυγε από την Γλλάδα. ΋σον αφορά την Κυρτώ, μετά το θάνατο του αγαπημένου της επιθυμούσε να μείνει μόνη. ΋μως, οι γονείς της, θέλοντας να την αποκαταστήσουν, την πάντρεψαν με έναν καπετάνιο. Θαλός άνθρωπος ο καπετάν Κάρκος, μα ποτέ δεν τον αγάπησε αληθινά. ΋σα χρόνια και αν πέρασαν, η Κυρτώ δεν ήθελε να πάει στην Κονεμβασιά. Νι αμμουδιές, τα γιασεμιά, τα γραφικά σοκάκια της καστροπολιτείας, τα σκαλιά του Άη Λικόλα, ακόμα και η θαλασσινή αύρα, όλα της θύμιζαν το Πτρατή. Γβδομήντα χρόνια μετά το θάνατο του Πτρατή, η ηλικιωμένη Κυρτώ μένει σ‟ένα παλιό, στενόχωρο διαμέρισμα στον Ξειραιά. ΋λοι την έχουν εγκαταλείψει και η Κυρτώ έχει μείνει μόνη της. Ν σύζυγός της έχει πεθάνει εδώ και δέκα χρόνια, ο γιος της μετακόμισε στη Ζεσσαλονίκη λόγω της δουλειάς του και έτσι ο μόνος που έμεινε δίπλα της είναι ο εγγονός της, ο Πτρατής, που σπουδάζει στην Ώθήνα . Ένα βράδυ, αφού ο Πτρατής γύρισε από τη σχολή, η γιαγιά Κυρτώ τον πλησίασε και του διηγήθηκε μια ιστορία. Ε ιστορία αυτή αφορούσε την αγάπη δύο νέων, της Κυρτώς και του Πτρατή. ΋ταν τελείωσε την διήγηση ο εγγονός της είπε: «Βεν καταλαβαίνω γιαγιά. Ξοιοι είναι αυτοί;». Ε ηλικιωμένη γυναίκα άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε ένα μάτσο επιστολές και είπε: «Ζυμάσαι που βρήκες αυτά τα γράμματα το καλοκαίρι και εγώ σου είπα πως είναι της γιαγιάς σου της Ώλίκης; Γ, λοιπόν, σου είπα ψέματα. Ώυτά είναι δικά μου γράμματα». Πτη συνέχεια, αφηγήθηκε στον εγγονό της την γνωριμία της με το Πτρατή, τον αγνό τους έρωτα και το άδοξο τέλος του. «Ρώρα εξηγούνται όλα. Αιατί ποτέ δεν θέλεις να πάμε στο χωριό, γιατί επέμενες να με βγάλουν Πτρατή... Κα καλά γιαγιά, γιατί μου τα λες αυτά τώρα;» ρώτησε ο μικρός Πτρατής. «Θάποτε έπρεπε να σου τα πω. Άντε πέσε για ύπνο τώρα». «Θαληνύχτα, γιαγιά». «Θαληνύχτα, αγάπη μου. Κην ξεχνάς πόσο σ‟ αγαπώ. Άπειρες φορές το άπειρο» είπε με γλυκιά φωνή και με τα ροζιασμένα χέρια της έκλεισε το φως. Ε ηλικιωμένη γυναίκα κατευθύνεται προς την κρεβατοκάμαρά της. Σορά την ολόλευκη νυχτικιά της και αφήνει άλυτα τα μακριά γκρίζα μαλλιά της. Ρο ξέρει, το νιώθει, ήρθε η ώρα. Ν Θύριος την καλεί στον Ξαράδεισο και εκείνη ανταποκρίνεται στο κάλεσμά Ρου. Ώνοίγει το κομοδίνο της. Πτο δεύτερο συρτάρι, κάτω από τον ψεύτικο πάτο, παίρνει μία φωτογραφία. Γίναι ο Πτρατής. Ξίσω η φωτογραφία γράφει «Ώπρίλιος 1942. Πτη λατρ