Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 56

3. Άτροπος (διήγημα), Νέδα Αντωνοπούλου Μάτια που κλαίνε δίχως δάκρυ. Ψυχή πιασμένη στο αδράχτι. Σο φόρεμά της σκισμένο, απ‟ τις κακουχίες κουρελιασμένο. Μες στα αίματα είναι ποτισμένο. Η απουσία την ταλανίζει. Ανίατη αρρώστια τη μαστίζει. Ο Νους και πάλι λυσσομανάει. Η πίκρα και η λησμονιά τα σωθικά του έχουν φάει. Μες στα άγρια κύματα κουπί τραβάει, εξαντλημένος αναζητάει, χαμένα, για χρόνια, κομμάτια ευτυχίας στη μαύρη την άβυσσο. Κι ύστερα απελπισμένος τη Μοίρα ρωτάει. Μα αυτή αδιαφορεί, δεν απαντά στ‟ απεγνωσμένο «Γιατί;». Παρά μόνο απ‟ την άλλη μεριά το ειρωνικό της πρόσωπο γυρνά, «Λυπάμαι», ψιθυρίζει υποκριτικά Και περήφανα με το λευκό άλογό της στην απέναντι όχθη περνά. Σ‟ αταίριαστο ζευγάρι ο Νους κι η Ψυχή του κόσμου το φεγγάρι αντικρίζουνε αγκαλιά. Έπειτα χαράζουν προσευχή στο πιο λαμπρό αστέρι: Ανθρώπους που αγάπησαν να δουν τη στερνή αυτή βραδιά και δώρα όμορφα και ακριβά η ζωή να τους προσφέρει. Σ‟ αταίριαστο ζευγάρι ο Νους κι η Ψυχή, εκείνο το βράδυ εθρήνησαν μαζί. Σο κυνή