Αιθέρια Παράθυρα της ψυχής και του νου | Page 32

5. Ένα παιδί κοιμάται (διήγημα), Κων/να Ευαγγελάτου «Άννα…» ακούστηκε η φωνή του πατέρα. «'Ώσ' την, ταξιδεύει πάλι...» «Κα κοιμάται πολλές ώρες...» «Ζα έχει χαθεί σε έναν από τους κόσμους της τους φανταστικούς, που μόνο αυτή ξέρει». Ρο άλλο πρωί η Άννα, γεμάτη χαρά, κατέβηκε από το ντιβάνι της στη μικρή κουζίνα για να φάει λίγο ψωμί, ώστε να μπορέσει κρατηθεί. Ρώρα που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση και τα σχολεία είναι κλειστά, το κορίτσι βοηθάει τη μητέρα της στις δουλειές του σπιτιού και την αποθήκευση φαγητού. «Ν πατέρας πρέπει να φύγει». «΍στε τον δέχτηκαν... Κα είχε πει πως οι μεγάλοι άνθρωποι δε χρειάζονται στον πόλεμο!» «Ώχ, Άννα μου, δυστυχώς όλοι χρειάζονται. Ιίγο πριν βρήκα και τη θεία σου την Θαλλιόπη και μου είπε πως στρατολογούν και το Αιωργάκη μας. Πήμερα πρέπει να την επισκεφτούμε, γιατί έχει γίνει ράκος. Έχασε άντρα, δε θα αντέξει να χάσει και παιδί». «Ξαναγίτσα μου, φύλαγε μας! Ρι συμφορά και κακό είναι αυτό που βρήκε για δεύτερη φορά αυτή τη δύσμοιρη οικογένεια!» Ξαρόλα αυτά, η νεαρή δεν έπαψε να πιστεύει σε μια ελπίδα, ένα όνειρο. Ρο απόγευμα έβαλε το καλό της φουστάνι. Γίχε μόνο ένα φουστάνι, το οποίο είχε ράψει γι‟ αυτήν η μοδίστρα της γειτονιάς. Ε μητέρα της τα περασμένα Τριστούγεννα είχε διαλέξει ένα όμορφο ύφασμα από την πόλη και θέλησε να το δωρίσει στη μικρή της. Ρης Άννας της ήταν πλέον στενό, αλλά το αγαπούσε. Θαι στις γιορτές του σχολείου αυτό φορούσε. Ρις καλές μέρες, που όλα τα παιδιά γιόρταζαν και χαμογελούσαν. Σέτος με δυσκολία κατάφερε να το προσαρμόσει πάνω της, με τη βοήθεια της μαμάς της. Ε κ. Θατερίνα λυπήθηκε που δεν μπορούσε να της αγοράσει ένα καινούργιο, αλλά η Άννα την παρηγόρησε με ένα φιλί στο μάγουλο. Έπειτα, πήγαν μαζί να αποχαιρετήσουν τον ξάδελφό της, που έφευγε για να αντιμετωπίσει το σκληρό και εγωιστικό πρόσωπο του πολέμου, που δεν ενδιαφέρεται για το αν θα διαλύσει οικογένειες. Αια το αν θα επέστρεφε ο Αιωργάκης κανείς δεν ήξερε. Αια το αν θα ξανάβλεπε η μάνα το παιδί της ποιος θα απαντούσε; Ρο επόμενο πρωί στο σταθμό επικρατεί πανικός. Κωρά κλαίνε, δε θα ξαναδούν πατέρες. Κανάδες 3