Έτσι , λοιπόν , και έκαναν και κατά το μεσημεράκι έπρεπε να διαλυθεί η συμμορία των παιδιών για το μεσημεριανό γεύμα και να στρωθούν πάλι στη δουλειά το απόγευμα .
Η Μάχη επέστρεψε στο σπίτι της για να γευματίσει με την οικογένειά της . Η οικογένεια όμως είχε άλλα σχέδια , να φάνε μαζί με τους υπόλοιπους συγγενείς τους στο καφενείο του χωριού . Έτσι , λοιπόν , και έγινε . Μαζεύτηκαν όλοι στην παραδοσιακή αυλή του καφενείου , κάτω από τον πιο γέρικο και γιγάντιο πλάτανο του χωριού , που διαδεχόταν γενιές εδώ και πεντακόσια χρόνια περίπου . Αυτό το μέρος πάντα έκανε τεράστια εντύπωση στη Μάχη , καθώς της θύμιζε το παρελθόν , το πώς μαζεύονταν και διασκέδαζαν οι άνθρωποι στα παλιά τα χρόνια , σε ψάθινες καρέκλες και τραπέζια , κάτω από τον πλάτανο παίζοντας τάβλι ή και κάποιοι σοφότεροι σκάκι .
Αυτή ζούσε στο κέντρο στης πόλης μέσα στην ηχορύπανση και την ατμοσφαιρική ρύπανση , με αποτέλεσμα να είναι αυτό κάτι περίεργο , αξιοθαύμαστο για εκείνη . Από τις σκέψεις της για το καφενείο την έβγαλε ο γέρο-Διόνυσος που την καλωσόρισε και τη χαιρέτησε .
Ο γέρο-Διόνυσος ήταν ο παππούς της Μάχης και μαζί του είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση . Μιλούσαν για τα πάντα και κυρίως για τα προβλήματα και τις απορίες της μικρής , αφού και αυτός με σοφία πάντα της έδινε τις κατάλληλες απαντήσεις . Έτσι η Μάχη κάθισε δίπλα του για να του αναφέρει για πρώτη φορά τους προβληματισμούς της σχετικά με τις γιορτές και το νόημά τους .
Όταν η Μάχη είπε φωναχτά τις σκέψεις της στον παππού , ο παππούς αναστέναξε , ξερόβηξε και ύστερα ξαναβρήκε τη μιλιά του .
— Μάχη μου , από πότε σε απασχολούν τα θέματα αυτά ; Αλήθεια τώρα , δεν ξέρεις το νόημα της γιορτής ; Δεν σας το έχουν μάθει στο σχολείο ;
— Όχι , παππούλη μου , και να μας το έμαθαν , εγώ ποτέ δεν το κατάλαβα ! αναφώνησε η Μάχη .
— Για αυτό , λοιπόν , σκέφτηκα να σου διηγηθώ τι γινόταν στα παλιά τα χρόνια για να σου λύσω τις απορίες σου . Παλιά , όχι και πάρα πολύ παλιά όταν εγώ ήμουν παλικάρι είκοσι χρονών περίπου , δούλευα σαν το σκυλί , εφτά μέρες την εβδομάδα και ωράριο δεν είχαμε , δουλεύαμε υπερωρίες χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα να βγάλουμε εμείς , ο απλός λαός , ένα κομμάτι ψωμί να φάμε κι εμείς και να θρέψουμε και τα παιδιά μας .
— Και τι κάνατε παππού , πώς τα καταφέρνατε ; ρώτησε το κορίτσι .
— Ποιος σου λέει ότι τα καταφέρναμε ! Γυρνούσαμε αργά το βράδυ και σηκωνόμασταν νωρίς νωρίς το πρωί για να καταφέρουμε τουλάχιστον να ζήσουμε . Ύστερα δουλεύαμε κάτω από άθλιες συνθήκες μέσα στη βρώμα και στις αρρώστιες . Όλη η μέρα μας περνούσε έτσι και ξανάρχιζε και ξανατέλειωνε και αυτό συνεχιζόταν κάθε μέρα , παιδί μου , απάντησε ο παππούς . — Τι άλλαξε ύστερα , πώς φτάσαμε στο σήμερα ; — Με τόλμη , με σκληρή δουλειά και θάρρος . Εξεγερθήκαμε , απεργήσαμε , φωνάξαμε και μετά από όλα αυτά , μας άκουσαν , άκουσαν τα θέλω και τα πιστεύω μας . Αγωνιστήκαμε για να μπορούν να έχουν τα παιδιά μας μία καλύτερη τύχη από μας , με σκοπό να ζήσουν τη ζωή τους , ανταποκρίθηκε ο παππούς . — Τι σχέση έχει όμως αυτό με τις σκέψεις μου ; — Έχει και παραέχει ! Αυτό όπως καταλαβαίνεις γιορτάζουμε εκτός από τον ερχομό της άνοιξης . Και τον αγώνα μας , την προσπάθειά μας να βελτιώσουμε τον κόσμο , να τον επανασχεδιάσουμε και χτίσουμε ένα ανθεκτικότερο και πιο σίγουρο μέλλον για τις επόμενες γενιές . Αυτό γιορτάζουμε την Πρωτομαγιά !
— Τώρα καταλαβαίνω , παππού , τι εννοούμε . Γιορτάζουμε για τις ευκαιρίες που παλέψατε για εμάς . Σε ευχαριστώ πολύ για τη συμβουλή σου αλλά και για την συμβολή σου στον αγώνα αυτό .
Με αυτά τα τελευταία λόγια τελείωσε και η συζήτηση και άρχισε η πραγματική γιορτή . Η γιορτή της Πρωτομαγιάς με φαγοπότι , τραγούδια και χορούς αλλά και η μικτή γιορτή της Μάχης που κατανόησε το νόημα και τη σημασία της κάθε μέρας αλλά κυρίως των γιορτών . Έτσι με χαρά τέλειωσε με τα χωριατόπουλα το στεφάνι του Μάη και της διαφορετικότητας δωρίζοντάς το στον παππού της που της έδωσε ένα μάθημα ζωής . Εδώ τελειώνει η ιστορία μου και ακόμα συγκινούμαι καθώς αποτυπώνεται στην καρδιά μου η γιορτή της Πρωτομαγιάς .
ΣΕΜΊΝΑ ΗΛΙΟΠΟΎΛΟΥ Α5
Ένα Πάσχα από το παρελθόν
Η ιστορία μας διαδραματίζεται παραμονές Πάσχα του 1942 , κάπου στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού .
— Καπετάνιε ! Εντόπισα κάτι που κατευθύνεται προς εμάς ! — Μανούβρα ! Προσπάθησε να κάνεις μανούβρα ! — Βίρα τις άγκυρες ! Μια μεγάλη τορπίλη ερχόταν καταπάνω στο άμοιρο πλοίο ενώ το πλήρωμα προσπαθούσε , καταβάλλοντας απεγνωσμένες προσπάθειες , να αλλάξει ρότα .
PROJECTS / AΦΙΕΡΏΜΑΤΑ-ΠΡΟΣΩΠΙΚΈΣ ΓΡΑΦΈΣ
49