Ξέρεις γιατί δεν μπορώ
να αναπνεύσω;
(Για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ)
Ξέρεις γιατί δεν μπορώ να αναπνεύσω;
Δεν είναι που η βαριά μπότα τον λαιμό μου πιέζει.
Έτσι νομίζουν, μα λάθος κάνουν.
Είναι που γροθιές σιδερένιες με τσαλάκωσαν·
χαρτί ευτελές μ’ ορμή με πέταξαν στον κάδο.
Που δίπλα μου ένας ουρανοξύστης ορθώνεται
(πώς με καταπλακώνει η σκιά του)
γεμάτος καλοσιδερωμένα πουκάμισα
και απαστράπτοντα μανικετόκουμπα.
Που βίαια μ’ απόσπασαν απ’ της μάνας μου τη μήτρα
και σαν σφαχτάρι με σφράγισαν.
Που αδυνατώ πια την αρχική μορφή μου να πάρω·
πολλές οι πτυχώσεις εντός μου.
Που λιγδιασμένα αποφάγια με ταΐζουν.
Και που το βράδυ σαν πέφτω να αποκοιμηθώ συλλογιέμαι:
Άσκοπα κι αύριο στις μεγάλες λεωφόρους θα βαδίζω.
Αυτά σφίγγουν τη θηλιά που την ανάσα μου εμποδίζει.
Κι όμως καθώς οι δρόμοι με φίλους γεμίζουν
απότομα πυκνώνει ο χρόνος κι αλλιώτικα νιώθω.
Στον σφηνωμένο λάρυγγά μου για καιρό
ο καταραμένος κόμπος φεύγει τώρα.
Τώρα που αντικρίζω στόματα-τηλεβόες να φωνάζουν:
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΩ!
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΩ!
Β. Λ.
συν-ομιλουμε
49