Ποιος ορίζει τι είναι ψευδείς ειδήσεις;
Σύμφωνα με την Jodie Ginsberg ελλοχεύει ο κίνδυνος της απώλειας ελευθερίας έκφρασης στην προσπάθεια αντιμετώπισης των ψευδών ειδήσεων από κυβερνήσεις ή και οργανισμούς ελέγχου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο με αφορμή το δημοψήφισμα για το Brexit το 2016 άνοιξε μια νέα συζήτηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεγάλοι οργανισμοί στο διαδίκτυο αξιοποίησαν και πούλησαν δεδομένα χιλιάδων χρηστών. Άλλωστε είναι γνωστό το σκάνδαλο της Cambridge Analytica.
Η διαδικασία αυτή είχε στόχο να βοηθήσει τις κυβερνήσεις να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη. Η συγκεκριμένη έκθεση της επιτροπής με την αποκάλυψη αυτή υποστηρίζει πόσο σημαντικό είναι να κάνει κανείς τη διάκριση ανάμεσα στην παραπληροφόρηση και τις ψευδείς ειδήσεις. Οι ψευδείς ειδήσεις είναι ευρέως διαδεδομένες ωστόσο κανείς δεν μπορεί να δώσει έναν σαφή ορισμό. Σημασία έχει να ορίσει κανείς ιδιαίτερα στον χώρο της δημοσιογραφίας ποιος ορίζει τι είναι ψευδές και τι όχι. Η Γαλλία είναι μία χώρα που έχει αντιμετωπίσει περισσότερο το ζήτημα της παραπληροφόρησης. Ως χώρα έχει πλέον ένα αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο που στοχεύει να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα βάζοντας τέλος σε αυτό που ονομάζει κανείς «χειραγώγηση της πληροφορίας». Ωστόσο ο νόμος έχει δεχτεί αρκετές κριτικές ως προς τον τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Για παράδειγμα θα μπορούσε μια αυταρχική κυβέρνηση να ορίσει ως παραπληροφόρηση μια είδηση που αφορά το δημόσιο συμφέρον. Το ερώτημα είναι και παραμένει, ποιος κάνει τον διαιτητή; Ιδανικοί διαιτητές αποτελούν οι δημοσιογράφοι που προασπίζουν το δημόσιο συμφέρον.
Πρώτον έχει σημασία οι μελλοντικοί δημοσιογράφοι να λειτουργούν αντικειμενικά. Πράγματι δεν είναι κάτι δεδομένο. Το ζήτημα της αντικειμενικότητας στη δημοσιογραφία ήταν, είναι και θα είναι πάντα επίκαιρο. Τι είναι όμως η αντικειμενικότητα; Πολλοί συνδέουν την αντικειμενικότητα με την αλήθεια αλλά θεωρώ πως συνδέεται με την ηθική που ακολουθεί ο κάθε δημοσιογράφος. Όποια και αν είναι η ερμηνεία της πραγματικότητας θα ήταν καλύτερα να μην παραβιάζει βασικές ηθικές αρχές όπως το να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Σε δεύτερο στάδιο έχει σημασία να εντοπίζει εκτός από την αλήθεια και το ψέμα. Ο λόγος που δεν διακρίνει κανείς εύκολα το ψέμα και την αλήθεια είναι γιατί υπάρχουν ερμηνείες. Άλλωστε ζούμε σε έναν κόσμο ερμηνειών. Ο κάθε δημοσιογράφος οφείλει να υιοθετεί μηχανισμούς ελέγχου της πληροφορίας. Η πρακτική διασταύρωσης της πληροφορίας σύμφωνα με τον κανόνα των τριών πλέον δεν είναι αρκετή. Ίσως μια ψευδή είδηση να εντοπίζεται ακόμα και από τον γραφικό χαρακτήρα, την πηγή ή και τον οργανισμό που την δημοσιεύει.
εντοπίζεται ακόμα και από τον γραφικό χαρακτήρα, την πηγή ή και τον οργανισμό που την δημοσιεύει.
Σε ένα τρίτο στάδιο θα ήταν σημαντικό να υπάρξει μία προσπάθεια εκπαίδευσης όχι μόνο των δημοσιογράφων αλλά και των πολιτών στα μέσα επικοινωνίας. Το πρόβλημα με την παραπληροφόρηση είναι ότι δεν προέρχεται πάντοτε από τα επίσημα μέσα. Η δημοσιογραφία των πολιτών και η απουσία ελέγχου της πληροφορίας από ανεπίσημους δημοσιογραφικούς οργανισμούς δυσκολεύουν το έργο των δημοσιογράφων. Η κριτική οπτική πάνω στην θέαση μιας είδησης αποτελεί τη μόνη λύση για τους πολίτες. Από τη άλλη οι δημοσιογράφοι οφείλουν να μάθουν να αμφισβητούν με έναν υγιή τρόπο φιλτράροντας την πληροφορία.
Από όλα αυτά προκύπτει μία νέα πρόκληση : τον ρόλο του δημοσιογράφου αλλά και των πολιτών στην ψηφιακή εποχή. Η παραπληροφόρηση και το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων είναι αποτέλεσμα τόσο της ψηφιοποίησης της δημοσιογραφίας όσο και της αλλαγής του ρόλου του δημοσιογράφου. Σημασία έχει να αναρωτηθεί κανείς σε ποιόν δίνεται η δυνατότητα να παρέχει πληροφορίες και πως τις διακινεί προκειμένου να μη διακυβεύεται η ελευθερία έκφρασης;
-64-
Γράφει η Δάφνη Γεωργιοπούλου