6ος Μαθητικός Διαγωνισμός Ποίησης και Διηγήματος | Page 57

όμως , σκότωσε τη γάτα . Όλα τα γράμματα που έπρεπε εδώ και μέρες , εβδομάδες , όχι , μήνες , να έχουν σταλθεί στη Γερμανία τώρα με κοιτούσαν πίσω επίμονα . Είχα καρφώσει το βλέμμα μου πάνω τους . Ο παππούς μόλις μπήκε σπίτι και με είδε πάνω από το κομοδίνο , έτρεξε και άρπαξε τα γράμματα . Δεν φτάνει που τα είχε χαμένα , ήταν και ηλίθιος . Με πήρε από το χέρι και με τράβηξε έξω από το σπίτι . Καθίσαμε στα δυο μικρά τσιμεντένια σκαλοπατάκια , έξω από αυτό , και ... ησυχία . Δεν μπορούσε να με κοιτάξει στα μάτια . Το βλέμμα μου ήταν ακόμα καρφωμένο στα γράμματα για τον θείο Άλμπερτ που τώρα ήταν στα χέρια του παππού . Τι σιχαμερός άνθρωπος ! Πήρε μία βαθιά ανάσα και άρχισε να μιλάει . Και τι να πει ; Χαμένα τα είχε . Άρχισε να μονολογεί . Δεν ξέρω τι είπε . Βουίζαν τα αυτιά μου και το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στα γράμματα για τον θείο Άλμπερτ που τώρα ήταν στα χέρια του παππού . Έπρεπε να ήταν στη Γερμανία . Να τα κρατάει ο θείος Άλμπερτ . Και μετά άρχισε να λέει ψέματα ξανά ο παλιόγερος . Χαμένα τα είχε . « Δεν ξέρω πού είναι αυτή τη στιγμή η μητέρα σου , ούτε ο θείος σου ξέρει . Δεν την έχω δει από τότε που σε γέννησε και σε παράτησε εδώ , σε εμένα , να σε αναθρέψω ». Απορώ πώς τα σκέφτεται αυτά τα ψέματα . Τι κακός άνθρωπος που ήταν ο παππούς ! Χαμένα τα είχε . Δεν θέλω να καταλήξω σαν αυτόν , δεν τα έχω χαμένα , θυμάμαι ακόμα . « Μα παππού …», άρχισα να μονολογώ . « Αυτά που λες είναι ψέματα . Εγώ τη μαμά μου τη θυμάμαι . Είμασταν μαζί στη θάλασσα . Αυτή χάζευε τον ουρανό και εγώ μάζευα κοχύλια και με τύφλωνε ο ήλιος και δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό της . Αχ , το πρόσωπό της μακάρι να το θυμόμουν . Και καθώς
57