6ος Μαθητικός Διαγωνισμός Ποίησης και Διηγήματος | Page 55

θυμάμαι . Μόνο που όλα όσα θυμάμαι και φέρνω στο μυαλό μου είναι μουντά , και κάπως στενόχωρα . Να , άκου για να καταλάβεις . Δεν ήταν μία συνηθισμένη μέρα . Αφού εκπλήρωσα τα θελήματα του παππού , έτρεξα σπίτι να προλάβω τον θείο Άλμπερτ , που είχε έρθει από τη Γερμανία για να τον ρωτήσω τι κάνει η μαμά που έμενε μαζί του . Και να τρέχω εγώ , να τρέχει και ο ουρανός , να τρέχουν και τα σύννεφα , και τα κτήρια , και οι άνθρωποι στους δρόμους , και να σκοντάφτω στο πεζοδρόμιο , και να συνεχίζω , και να με φυσάει ο αέρας λες και ήθελε να μου ξεριζώσει το πρόσωπο , και να με τυφλώνει ο ήλιος , και να πέφτω πάνω σε περαστικούς , μέχρι που κάποια στιγμή έφτασα στο σπίτι του παππού . Δεν έβγαλα καν τα παπούτσια μου , ούτε τα χέρια μου έπλυνα στη βρυσούλα έξω από το σπίτι . Απλώς , έτρεξα στον θείο , και άρχισα να τον βομβαρδίζω με ερωτήσεις . « Σιγά , σιγά !», είπε ο παππούς . « Πες και κανένα καλησπέρα ». Είχε ήδη αρχίσει να πέφτει ο ήλιος . Ο θείος μού χαμογέλασε . « Όχι τώρα ! Και αύριο μέρα είναι !», είπε ο παππούς . Εκείνη τη νύχτα , στον ύπνο μου έβλεπα πως ήμουν με τη μαμά μου στη θάλασσα και αυτή χάζευε τον ουρανό , και εγώ μάζευα κοχύλια . Ανυπομονούσα ακόμα και στα όνειρά μου , να έρθει το πρωί , να ρωτήσω τον θείο για τη μαμά . « Τι εννοείς έφυγε !», φώναξα στον παππού . « Έπρεπε να γυρίσει στη Γερμανία , στην οικογένειά του . Μην ανησυχείς ! Ο θείος θα μας επισκεφτεί ξανά σύντομα ! Τώρα , πήγαινε να κάνεις καμία δουλειά στην πόλη , να μαζέψεις χρήματα , για να μπορέσει να σε πάρει μαζί του στη Γερμανία ». Και δεν ήρθε ποτέ . Ορίστε , όλο μου λέτε ότι τα έχω χάσει , μια χαρά όμως θυμάμαι ! Αυτός ο παλιόγερος όλο υποδείξεις
55